The Cave

Είδος: Puzzle Game
Εταιρεία Ανάπτυξης: Double Fine Productions
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: Ιανουάριος 2013
Πλατφόρμα: PC

Στις μέρες μας, τα βιντεοπαιχνίδια αποτελούν περίπλοκες και δαπανηρές παραγωγές. Ειδικά για έναν μπλοκμπάστερ τίτλο απαιτείται η συλλογική προσπάθεια δεκάδων, αν όχι εκατοντάδων συντελεστών. Υπάρχει, βέβαια, πάντα κάποιος που διευθύνει και συντονίζει την παραγωγική διαδικασία, αλλά συνήθως το όνομά του έχει ήδη ξεθωριάσει στο μυαλό μας πριν καν τελειώσει η μακροσκελής λίστα των συντελεστών που ακολουθεί κάθε τερματισμό παιχνιδιού. Οι μέρες που ο σχεδιασμός και η παραγωγή ενός βιντεοπαιχνιδιού «πρώτης γραμμής» ήταν υπόθεση δύο και τριών ανθρώπων έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Για αυτό και είναι δύσκολο να πάρουν στις μέρες μας διαστάσεις «ροκ σταρ» οι σχεδιαστές βιντεοπαιχνιδιών, όπως έχει συμβεί με αρκετούς θρύλους του παρελθόντος. Αλ Λόου, Ρομπέρτα Γουίλιαμς, Τζέιν Τζένσεν, Τζον Κάρμακ, Σιγκέρου Μιγιαμότο, Πίτερ Μόλινιου και η λίστα συνεχίζεται.

Από όλους αυτούς τους πρωτοπόρους του αγαπημένου μας χόμπι, ο πιο σημαντικός για εμένα είναι ο Ρον Γκίλμπερτ, γνωστός στο ευρύ κοινό ως δημιουργός και συνσχεδιαστής της θρυλικής σειράς βιντεοπαιχνιδιών «Monkey Island». Δεν θα γράψω υπερβολές τύπου «Το Monkey Island μού άλλαξε τη ζωή» γιατί, πολύ απλά, είναι ακριβώς αυτό – υπερβολές. Μπορώ, όμως, να πω με πάσα ειλικρίνεια ότι τα δύο πρώτα Monkey Island αποτελούν συλλογικά μία από τις ομορφότερες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας – κι αυτό είναι σημαντικό.

Οι επτά ήρωες μάς περιμένουν να τους επιλέξουμε στην είσοδο της σπηλιάς.

Γνωρίζοντας τα παραπάνω, θα περίμενε κανείς ότι θα έτριβα τα χέρια μου με ανυπομονησία, μαθαίνοντας ότι ο Ρον Γκίλμπερτ θα επέστρεφε με άλλο ένα βιντεοπαιχνίδι μετά από τόσα χρόνια σχετικής αδράνειας στο χώρο. Παρόλα αυτά, το The Cave καταχωρήθηκε στο μυαλό μου ως απλά «άλλο ένα παιχνίδι που καλό θα ήταν να τσεκάρω κάποια στιγμή αν βρω χρόνο». Ίσως για αυτό να φταίνε ορισμένες κάτω του αναμενομένου απόπειρες κάποιων από τα προαναφερθέντα «ιερά τέρατα» του gaming, ίσως γιατί βλέπω με καχύποπτο μάτι όλη αυτή την «αρχαιοκαπηλία» και τη «νοσταλγολατρεία» που παρατηρείται τελευταία με κύριο εκφραστή της ορισμένες εκστρατείες στο Kickstarter, ίσως γιατί δεν περίμενα να πλησιάσει – έστω – ποτέ ξανά το επίπεδο του Monkey Island ο Γκίλμπερτ, ίσως γιατί τα trailers του παιχνιδιού παρέπεμπαν σε platformer και όχι σε adventure. Ίσως όλα τα παραπάνω. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι κρατούσα πολύ μικρό καλάθι.

Η πρώτη ένδειξη του πόσο αβάσιμες ήταν οι επιφυλάξεις μου, ήρθε από την εισαγωγή κιόλας του παιχνιδιού. Ο μονόλογος του αφηγητή (ο οποίος είναι η ίδια η σπηλιά του τίτλου) είναι βουτηγμένος στο πανέξυπνο, αβίαστο, ανατρεπτικό, βλάσφημα σατιρικό χιούμορ που αγαπήσαμε στα Monkey Island, στο Maniac Mansion και στο Day of the Tentacle. Οι αναμνήσεις αρχίζουν ήδη να συρρέουν στο προσκήνιο του μυαλού…

Άπαξ και πέσουμε εδώ δεν υπάρχει επιστροφή. Θα πρέπει να ολοκληρώσουμε το παιχνίδι με τους τρεις χαρακτήρες που έχουμε επιλέξει.

Το τέλος της εισαγωγικής αφήγησης μάς βρίσκει στην είσοδο της περιβόητης σπηλιάς. Εκεί βρίσκονται παρατεταγμένοι οι επτά χαρακτήρες που μπορούμε να επιλέξουμε προκειμένου να την εξερευνήσουμε. Ο ιππότης, ο βλάχος, η εξερευνήτρια, η γυναίκα από το μέλλον, η επιστήμονας, τα δίδυμα και ο μοναχός. Επιλέγοντας για πρώτη φορά τον κάθε ένα, η σπηλιά μάς δίνει μία γεμάτη γρίφους και υπονοούμενα περιγραφή για τον χαρακτήρα και τον σκοπό του. Από τους επτά μπορούμε να επιλέξουμε τους τρεις, τους οποίους και θα κληθούμε να συντονίσουμε προκειμένου να εξερευνήσουμε τη σπηλιά.

Το παραπάνω χαρακτηριστικό σε συνδυασμό με τα γραφικά, αλλά και το γενικότερο gameplay του παιχνιδιού, οδήγησε σε αναπόφευκτες συγκρίσεις με το Trine ή ακόμη και με το Lost Vikings, για τους παλιότερους. Αυτή είναι ίσως και η μεγαλύτερη παρεξήγηση όσον αφορά στο περιεχόμενο του παιχνιδιού, και η οποία ίσως απέτρεψε πολλούς πιο «εγκεφαλικούς» παίκτες από το να το δοκιμάσουν. Καλό θα ήταν, λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα εδώ και τώρα: Το παιχνίδι δεν είναι platform. Ναι, υπάρχουν πλατφόρμες, αλλά αυτό δεν αρκεί ώστε να χαρακτηριστεί ένα παιχνίδι platform. Στα platformers οι πλατφόρμες αποτελούν μέρος της πρόκλησης του παιχνιδιού και βασικό συστατικό του gameplay. Στο The Cave, απλά τις σκαρφαλώνουμε για να πάμε παρακάτω. Ακόμη κι αν πέσουμε από μία, «ανασταινόμαστε» αμέσως λίγα μέτρα πιο πίσω. Άλλωστε στο παιχνίδι δεν υπάρχουν ζωές, ενέργεια ή θάνατος (πράγμα που σατιρίζει με ξεκαρδιστικό τρόπο ο αφηγητής στην αρχή του παιχνιδιού).

Το The Cave, όμως, δεν είναι ούτε adventure, τουλάχιστον με την παραδοσιακή, point ‘n click έννοια του όρου. Θα έλεγα ότι το στιλ του προσεγγίζει περισσότερο παιχνίδια όπως το Braid και το Limbo, παρά το Monkey Island. Αν μου ζητούταν να το περιγράψω με μία φράση, θα έλεγα ότι πρόκειται για «adventure σε πιο σύγχρονο και προσιτό περιτύλιγμα».

Ο υπάλληλος του καταστήματος με τα σουβενίρ θα μας δώσει την πρώτη μας αποστολή η οποία λειτουργεί ως tutorial.

Για να προχωρήσουμε το παιχνίδι καλούμαστε να λύσουμε γρίφους που βασίζονται στην αλληλεπίδραση αντικειμένων, γρίφους που βασίζονται στην αλληλεπίδραση των χαρακτήρων με το περιβάλλον και γρίφους που βασίζονται στον συντονισμό και στην αλληλεπίδραση των χαρακτήρων μεταξύ τους. Στην πλειοψηφία τους οι γρίφοι είναι πανέξυπνοι, πρωτότυποι, αστείοι και αρκετά εμπνευσμένοι. Προσωπικά, έμεινα απόλυτα ικανοποιημένος από τον τομέα αυτό.

Το ότι μπορούμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε επτά χαρακτήρες προφανώς αυξάνει τη διάρκεια ενασχόλησης με τον τίτλο, αλλά όχι για τους προφανείς λόγους. Ανάλογα με την επιλογή χαρακτήρων μας, δεν θα κληθούμε απλά να παίξουμε τις ίδιες πίστες και να λύσουμε τους ίδιους γρίφους, απλά με διαφορετικό τρόπο. Αντιθέτως, κάθε χαρακτήρας έχει τη δική του πίστα η οποία ενεργοποιείται άπαξ και τον επιλέξουμε. Συνεπώς, αν την πρώτη φορά που παίξουμε το παιχνίδι επιλέξουμε π.χ. τον ιππότη, το βλάχο και την εξερευνήτρια και τη δεύτερη την επιστήμονα, τα δίδυμα και τον μοναχό, πρακτικά θα παίξουμε δύο τελείως διαφορετικά παιχνίδια (από πλευράς περιεχομένου, όχι gameplay). Συνεπώς το παιχνίδι ουσιαστικά μας προσφέρει επτά διαφορετικές πίστες γεμάτες γρίφους για να περάσουμε. Η πίστα κάθε χαρακτήρα είναι σχεδιασμένη ώστε ορισμένα σημεία της να είναι προσπελάσιμα μόνο από αυτόν, με τη χρήση της ειδικής του ικανότητας (κάθε χαρακτήρας έχει τη δική του, π.χ. ο ιππότης γίνεται άτρωτος, η γυναίκα από το μέλλον μπορεί να περάσει μέσα από σχετικά λεπτά εμπόδια κλπ). Οι άλλοι δύο χαρακτήρες – όποτε τους χρειαστούμε – παίζουν διαδικαστικούς ρόλους (π.χ. κάτσε σε αυτή την πλατφόρμα για να ανοίξει εκείνη η πόρτα κ.ο.κ.).

Τους πανέξυπνους γρίφους του παιχνιδιού πλαισιώνουν διάφορα στοιχεία για τα οποία είναι γνωστός ο Γκίλμπερτ, όπως το σήμα κατατεθέν χιούμορ του, οι αναχρονισμοί κλπ. Οι ίδιοι οι χαρακτήρες είναι «μουγγοί», αλλά αυτό δεν σταματά άλλους χαρακτήρες που θα συναντήσουμε στη σπηλιά από το να τους μιλάνε, ενώ και η ίδια η σπηλιά έχει την τάση να σχολιάζει την κάθε μας κίνηση. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι ξεκαρδιστικό. Έπιασα πολλές φορές τον εαυτό μου να γελάει φωναχτά παίζοντας το The Cave, πράγμα που έχει να μου συμβεί από το Hector: Badge of Carnage. Τελικά μάλλον είμαι λάτρης του μαύρου χιούμορ, γιατί και στα δύο αυτά παιχνίδια το χιούμορ είναι κατάμαυρο. Δυστυχώς, δεν μπορώ να αναφέρω παραδείγματα προς αποφυγή spoilers, αλλά όπως θα διαπιστώσετε οι ίδιοι, ο μπαρμπα-Ρον έβαλε τα γυαλιά σε πολλούς δήθεν ανατρεπτικούς και καινοτόμους δημιουργούς με αυτή του την προσπάθεια.

Είναι δυνατό να μην υπήρχε Easter Egg από το Monkey Island;

Οπτικά, το παιχνίδι είναι χάρμα οφθαλμών. Οι χαρακτήρες είναι υπέροχα σχεδιασμένοι και κινούνται με τρόπο που ταιριάζει απόλυτα στο μοντέλο τους. Τα ζωηρά χρώματα και τα λεπτομερή φόντα προσδίδουν τρομερή ζωντάνια στο παιχνίδι, εκτινάσσοντας την ατμόσφαιρα στα ύψη. Οι δε πίστες διαφέρουν μεταξύ τους όσο και οι ίδιοι οι χαρακτήρες, προσδίδοντας ακόμη περισσότερη ποικιλία στο όλο πακέτο. Όσον αφορά στον ηχητικό τομέα, η μουσική επένδυση του παιχνιδιού με άφησε απόλυτα ικανοποιημένο. Δεν νομίζω να σφυρίζω το θέμα του στο μπάνιο, αλλά κάνει μια χαρά τη δουλειά της ως συνοδευτικό της δράσης. Εκεί που το παιχνίδι δίνει τα ρέστα του είναι η ποιότητα του voice acting. Τόσο οι χροιές όσο και οι ερμηνείες στο παιχνίδι είναι μοναδικές, με αποκορύφωμα, φυσικά, τον ηθοποιό που υποδύεται το πνεύμα της σπηλιάς.

Ειλικρινά, προσπαθώ να βρω ένα ελάττωμα στο The Cave, αλλά μου είναι αδύνατο. Ο Γκίλμπερτ έδωσε προσοχή σε όλους τους τομείς, προσφέροντάς μας ένα άρτιο και ολοκληρωμένο πακέτο από όλες τις απόψεις. Ταυτόχρονα, πέτυχε το ακατόρθωτο: Να εκσυγχρονίσει και να κάνει προσιτό για τη νέα γενιά παικτών το είδος των adventures για δεύτερη φορά! Σίγουρα το The Cave στερείται ορισμένα στοιχεία που προσωπικά δεν θα ήθελα να εκλείψουν από τα adventures, όπως είναι η σεναριακή πλοκή και η ανάπτυξη του βασικού ήρωα (αν και αντιλαμβάνομαι ότι αυτό το δεύτερο είναι μάλλον δύσκολο όταν οι βασικοί ήρωες είναι επτά). Σε κάθε περίπτωση, όμως, αποτελεί ένα πολύ καλό υβρίδιο που σίγουρα θα απολαύσουν όσοι αρέσκονται σε πιο εγκεφαλικές gaming εμπειρίες.