Black Mirror 2

Είδος: Adventure
Εταιρεία Ανάπτυξης: Cranberry Production
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: Μάιος 2010
Πλατφόρμα: PC

Το Black Mirror 2 είναι η συνέχεια του Black Mirror (duh!) το οποίο κυκλοφόρησε το 2004 από την Adventure Company. Το παιχνίδι ανέπτυξε η τσεχική Future Games, από την οποία περιμένουμε οσονούπω την αγγλική έκδοση του Alter Ego (αν και οι πρώτες αντιδράσεις από τους Γερμανούς gamers που το έχουν στα χέρια τους από τις 26 του Μάρτη δεν είναι και πολύ ενθουσιώδεις). Η ομάδα ανάπτυξης του Black Mirror 2 δεν έχει σχέση με τη Future Games. Πρόκειται για τη γερμανική Cranberry Production (πρώην 4HEAD Studios). Εκδότρια εταιρεία είναι η επίσης γερμανική DTP Entertainment.

Το πρώτο Black Mirror είναι ένα αρκετά καλό adventure, με κυριότερο ατού του (κατά την ταπεινή μου άποψη) την ατμόσφαιρά του. Έχει βέβαια κάποια σημαντικά ελαττώματα, όπως τις μετριότατες ερμηνείες των ηθοποιών και ολίγον από pixel hunting, αλλά σε γενικές γραμμές ξεχώρισε από τον σωρό και μνημονεύεται ακόμη και σήμερα ανάμεσα στους φίλους των adventures. Ειδικά σε μία περίοδο όπου τα FPS κυριαρχούσαν απόλυτα στον χώρο των video games (θυμίζω ότι το 2004 κυκλοφόρησαν δύο παιχνιδάκια ονόματι Doom 3 και Half Life 2), το Black Mirror αποτέλεσε μία όαση για τους adventure gamers. Παρότι δεν χρειάζεται να έχετε παίξει το Black Mirror για να ακολουθήσετε το σενάριο του Black Mirror 2, σας συνιστώ να το κάνετε (αν δεν το έχετε κάνει ήδη). Θα αποκτήσετε μία πληρέστερη εικόνα της ιστορίας. Άλλωστε οι όποιοι λόγοι τεχνικής φύσεως θα σας απέτρεπαν να παίξετε παιχνίδι εξαετίας οποιουδήποτε άλλου είδους, δεν «αγγίζουν» τα adventures. Για τους λόγους αυτού του review τερμάτισα ξανά το παιχνίδι σε υπολογιστή με Windows 7 και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι τρέχει απροβλημάτιστα.

Το λιμάνι του Biddeford. Ο σχεδιασμός του είναι πιστός στις παραλιακές πόλεις των ΗΠΑ που βλέπουμε κατά καιρούς σε σειρές και ταινίες.

13ος αιώνας, Willow Creek, Αγγλία. Μετά από μία δραματική μάχη ο Marcus Gordon σκοτώνει τον σατανικό αδερφό του, Mordred. Κυριεύει το κάστρο Black Mirror και γίνεται ο πατριάρχης του Οίκου των Gordon.

Το 1969 ο νεότερος γόνος της γενιάς των Gordon, ο Samuel, φεύγει συντετριμμένος από το κάστρο μετά από την πυρκαγιά που στοίχισε τη ζωή της αγαπημένης του γυναίκας, Cathrin. Επιστρέφει 12 χρόνια αργότερα, το 1981, για να διερευνήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες – φαινομενικά – αυτοκτόνησε ο παππούς του, William.

1993, Biddeford, Πολιτεία Maine, βορειοανατολικές ΗΠΑ. Ο νεαρός φοιτητής Φυσικής, Darren Michaels, επιστρέφει στο σπίτι του για τις διακοπές. Πιάνει απρόθυμα δουλειά στο τοπικό φωτογραφείο και μετράει ώρες μέχρι να επιστρέψει στη Βοστόνη. Τη βαρετή καθημερινότητά του στη μικρή, παραθαλάσσια πόλη έρχονται να ταράξουν μία γοητευτική βρετανίδα τουρίστρια, ένας μυστηριώδης ξένος που φαίνεται να ενδιαφέρεται για ορισμένους από τους κατοίκους του Biddeford, καθώς και η υποψία ότι το προσωρινό αφεντικό του δεν είναι απλά ένα άξεστο γουρούνι, αλλά κάτι πολύ χειρότερο…

Πιο στερεοτυπικό αμερικανικό diner, πεθαίνεις. Γενικά οι σχεδιαστές προσπάθησαν πολύ να προσδώσουν μία α λα Twin Peaks ατμόσφαιρα στο Biddeford.

Το σενάριο του παιχνιδιού θα μπορούσε να ανήκει σε ταινία τρόμου και μυστηρίου. Ενώνει πανέξυπνα τα δύο παιχνίδια, ενώ η εξέλιξη της ιστορίας θα σας κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Όπως και στο πρώτο παιχνίδι, έτσι και στο δεύτερο η ατμόσφαιρα είναι ίσως το πιο δυνατό του στοιχείο. Θα σας συναρπάσει και θα σας βουτήξει στον κόσμο του. Παρότι η επαρχιακή Βρετανία θεωρητικά προσφέρεται πολύ περισσότερο από τις βορειοανατολικές ΗΠΑ ως σκηνικό για μία τέτοια ιστορία, προσωπικά βρήκα πολύ πιο «ανατριχιαστική» την ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους του παιχνιδιού το οποίο εξελίσσεται στο Maine. Αναδίδει μία «υποβόσκουσα σαπίλα» και δίνει την αίσθηση μίας απροσδιόριστης απειλής που εκτίμησα ιδιαίτερα ως λάτρης περισσότερο του «λαβκραφτικού» τρόμου παρά του κλασικού γοτθικού.

Ο ρυθμός της εξέλιξης της ιστορίας είναι ανομοιογενής. Στο δεύτερο μισό του παιχνιδιού επιβραδύνεται αισθητά, κυρίως λόγω της κατακόρυφης αύξησης των γρίφων που αφορούν στην αλληλεπίδραση αντικειμένων (inventory based). Η ποιότητα της ιστορίας, όμως, καθώς και οι συνεχείς σεναριακές ανατροπές θα σας κρατήσουν το ενδιαφέρον μέχρι να το τερματίσετε. Γενικά, αναφορικά με το σενάριο του παιχνιδιού έχω μόνο δύο ενστάσεις. Πρώτον, εντόπισα μία αντίφαση η οποία μπορεί να μην αφορά σε κύριο στοιχείο του σεναρίου, αλλά σίγουρα πλήττει τη συνέπειά του και κατ’ επέκταση την αληθοφάνεια του παιχνιδιού. Για προφανείς λόγους, δεν μπορώ να την αποκαλύψω. Δεύτερον, το φινάλε μού φάνηκε πολύ απότομο. Θα δεχτώ ως ελαφρυντικό τη φράση «to be continued…» που εμφανίζεται μετά το τέλος των credits. Ελπίζω μόνο να μη χρειαστεί να περιμένουμε άλλο τόσο για το τρίτο μέρος, όπως έγινε με το Runaway.

Αν δεν καθίσταται σαφές από τον bobby στα αριστερά, βρισκόμαστε στην Αγγλία. Τι γυρεύουμε εδώ; Ποια είναι η κυρία και τι δουλειά έχει ο αστυνομικός στο δωμάτιο; Οι απαντήσεις θα δοθούν στη συνέχεια της περιπέτειάς μας.

Η προοπτική του παιχνιδιού είναι η λεγόμενη «2.5D», δηλαδή δισδιάστατα pre-rendered σκηνικά και τρισδιάστατοι χαρακτήρες. Προσωπικά, δεν μου αρέσουν αυτές οι «μεσοβέζικες» λύσεις. Όπως ανέφερα και στο review του Whispered World προτιμώ μία καθαρόαιμη δισδιάστατη προοπτική, όσο παλιομοδίτικη κι αν θεωρείται αυτή. Ή έστω μία full 3D προοπτική, αλλά με τις κατάλληλες προσαρμογές στο gameplay (βλ. Dreamfall). Tο πρόβλημα με τη 2.5D προοπτική είναι ότι καθιστά πρακτικά αδύνατη την ομοιόμορφη «συνύπαρξη» των χαρακτήρων με το περιβάλλον, καθώς και την ομαλή και αληθοφανή αλληλεπίδρασή τους με αυτό. Για του λόγου μου το αληθές παρακολουθήστε τα πόδια του Darren όταν ανεβαίνει σκαλιά (μοιάζει να ανεβαίνει ανηφόρα), τα χέρια του όταν χειρίζεται αντικείμενα (μοιάζει να κάνει ακατάληπτες χειρονομίες στον αέρα) ή το εφέ όταν παίρνει ή όταν αφήνει κάτι στο background (το αντικείμενο εξαφανίζεται ή εμφανίζεται με fade out ή fade in αντίστοιχα).

Το animation των χαρακτήρων είναι πολύ ομαλό. Το περπάτημα του Darren μού θύμισε έντονα τα παιχνίδια της σειράς Silent Hill. Το πρόβλημα είναι η κίνηση που κάνει όταν εστιάσουμε την προσοχή του σε κάποιο αντικείμενο. Περπατάει κατευθείαν προς το προκαθορισμένο σημείο και κατόπιν κάνει επιτόπου περιστροφή μέχρι να στραφεί προς την κατεύθυνση του αντικειμένου, αντί να συνδυάζει τις δύο κινήσεις ταυτόχρονα όπως θα έκανε ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Αυτό είναι άλλο ένα στοιχείο που πλήττει την αληθοφάνεια του παιχνιδιού όσον αφορά στον οπτικό τομέα. Επιπλέον, πρέπει να σημειώσουμε και την παντελή έλλειψη έκφρασης στα πρόσωπα των χαρακτήρων, η οποία όμως με βάση την απόσταση και τη γωνία της κάμερας στις περισσότερες τοποθεσίες δεν ενοχλεί ιδιαίτερα.

Κλείνω τα αρνητικά αναφερόμενος στην εμφάνιση του Darren. Από τις αναφορές του στους Nirvana και τους Pearl Jam, υποθέτουμε ότι είναι οπαδός της grunge. Οι φαν αυτής της μουσικής το ’93 ήταν πολύ πιθανότερο να φορούσαν καρό πουκάμισο και να είχαν κούρεμα καρέ. Η εμφάνιση του Darren παραπέμπει πολύ περισσότερο σε σύγχρονο φαν της indie rock. Διυλίζω τον κώνωπα θα μου πείτε, και θα έχετε δίκιο!

Στα θετικά, οφείλω να αναφέρω ότι το παιχνίδι είναι άψογο εικαστικά. Τόσο το Biddeford (το οποίο είναι υπαρκτή πόλη) όσο και το Willow Creek έχουν σχεδιαστεί άψογα. Οι εσωτερικοί χώροι είναι ολοζώντανοι με πολύ υψηλό επίπεδο λεπτομέρειας (τα καλά της δισδιάστατης απεικόνισης). Με εξαίρεση τα παγωμένα χαρακτηριστικά των προσώπων τους, οι χαρακτήρες είναι αρκετά «όμορφοι». Επιπλέον το παιχνίδι δεν μας περιορίζει όσον αφορά στα τεχνικά χαρακτηριστικά, επιτρέποντάς μας να επιλέξουμε ό,τι ανάλυση θέλουμε.

Αναφορικά με τον ήχο, αυτή τη φορά ευτυχώς το voice acting είναι αρκετά ικανοποιητικό. Τα ηχητικά εφέ, τόσο όσον αφορά σε ήχους του περιβάλλοντος (ambience), όσο και στα εφέ που συνοδεύουν τη δράση, είναι πολύ καλά. Η μουσική είναι ιδανική (για ηχητικό χαλί) και συνεισφέρει τα μέγιστα στην ατμόσφαιρα του παιχνιδιού.

Στην Αγγλία η ατμόσφαιρα peakάρει, τουλάχιστον από πλευράς περιβάλλοντος.

Το Black Mirror 2 είναι κλασικό point and click adventure. Πατώντας το δεξί κουμπί του ποντικιού ο Darren εξετάζει το εκάστοτε αντικείμενο. Το αριστερό αντιστοιχεί σε κάτι ανάμεσα σε εξέταση και δράση, αφού αν το πατήσουμε μία φορά ο Darren συνήθως πρώτα κάνει κάποιο σχόλιο και τη δεύτερη φορά ακολουθεί η δράση. Πατώντας μία φορά τη space bar εμφανίζονται όλα τα hotspots της οθόνης. Μετακινώντας τον κέρσορα στην πάνω δεξιά γωνία της οθόνης, εμφανίζονται οι επιλογές «Load/Save», «Menu» (για ρύθμιση τεχνικών χαρακτηριστικών και έξοδο από το παιχνίδι), «Diary» και «Show Hotspots». To inventory εμφανίζεται αν μετακινήσουμε τον κέρσορα στο κάτω μέρος της οθόνης. Με αριστερό κλικ παρακάμπτουμε τον εκάστοτε διάλογο, ενώ με TAB παρακάμπτουμε τις cutscenes. Καλό είναι να το αποφεύγουμε αυτό πριν διαβάσουμε όλη την πρόταση ή πριν δούμε όλη τη σκηνή, γιατί μπορεί να χάσουμε κάποιο πολύτιμο hint. Με διπλό αριστερό κλικ σε κάποια έξοδο παρακάμπτουμε τον χρόνο που θα πάρει στον Darren να φτάσει μέχρι εκεί, αν και γενικά οι αποστάσεις στο παιχνίδι είναι μικρές. Πατώντας το πλήκτρο Μ ενεργοποιούμε τη λειτουργία γρήγορης μετακίνησης (fast travel) του παιχνιδιού. Εμφανίζεται μία καρτ ποστάλ όπου μπορούμε να επιλέξουμε σε ποια περιοχή θέλουμε να μεταβούμε.

Στο ημερολόγιο καταγράφονται τόσο τα σημαντικότερα γεγονότα που έχετε ζήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, όσο και οι «αποστολές» που πρέπει να φέρετε εις πέρας. Εξαιρετικά χρήσιμο, αφού δεν θα βρεθείτε ποτέ στη θέση να μην ξέρετε τι να κάνετε στη συνέχεια. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι στο Black Mirror 2 επιστρέφει ένα χαρακτηριστικό που είχαμε δει και στο πρώτο μέρος της σειράς. Συγκεκριμένα, άπαξ και εξετάσουμε κάποια από τα αντικείμενα του χώρου τα οποία μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον, αλλά δεν παίζουν ρόλο στην εξέλιξη της δράσης, το hotspot τους απενεργοποιείται. Έτσι αν ποτέ χρειαστεί να καταφύγουμε στη μέθοδο «δοκιμάζω τα πάντα με τα πάντα», οι επιλογές μας θα είναι ελάχιστες και θα ξεκολλήσουμε σχετικά γρήγορα.

Τέλος, πρέπει να αναφερθεί μία σημαντική καινοτομία που εισάγει το παιχνίδι και η οποία αφορά στο inventory. Συγκεκριμένα μπορούμε να επιλέξουμε διαδοχικά όλα τα αντικείμενα του inventory περιστρέφοντας το mousewheel. Τα αντικείμενα θα εμφανίζονται ασπρόμαυρα μέχρι να τα μετακινήσουμε πάνω από κάποιο άλλο αντικείμενο ή hotspot με το οποίο μπορούν να συνδυαστούν/χρησιμοποιηθούν. Όσοι από εσάς έχετε βασανιστεί στο παρελθόν με τη μέθοδο απόγνωσης «δοκιμάζω τα πάντα με τα πάντα», καταλαβαίνετε πόση σημασία έχει αυτή η καινοτομία. Ελπίζω να ακολουθήσουν και άλλοι developers το παράδειγμα της Cranberry Production.

Το επιβλητικό κάστρο που χάρισε το όνομά του στο παιχνίδι. Ή το αντίστροφο.

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Monkey Island 2 οι σχεδιαστές μάς δίνουν την επιλογή εύκολης και κανονικής έκδοσης. Τερμάτισα το παιχνίδι στην κανονική του έκδοση. Έπαιξα λίγο την εύκολη, αλλά δεν βρήκα σημαντικές διαφορές πέραν της δυνατότητας να παρακάμπτουμε ειδικούς γρίφους (βλ. παρακάτω) και περισσότερων hints.

Στο παιχνίδι θα κληθείτε να λύσετε γρίφους μέσω αλληλεπίδρασης αντικειμένων (inventory based) και μιλώντας με άλλους χαρακτήρες (dialogue based). Υπάρχουν και οι κλασικοί «ειδικοί» γρίφοι (slider puzzles, αντιστοιχίσεις κλπ), οι οποίοι, ευτυχώς, είναι αρκετά εύκολοι.

Προσωπικά το παιχνίδι μού φάνηκε αρκετά εύκολο. Όσον αφορά στους γρίφους, θα χώριζα τη δράση του σε δύο κατηγορίες. Πρώτον στη «διαδικαστική» όπου είναι αρκετά προφανές τι πρέπει να κάνετε και δεύτερον στην «trial and error» όπου δύσκολα θα μαντέψετε τι πρέπει να κάνετε, αλλά οι επιλογές σας θα είναι περιορισμένες οπότε θα ξεκολλήσετε γρήγορα, έστω και κατά τύχη. Υπό αυτή την έννοια όσοι περιμένουν μία πιο hardcore adventure εμπειρία ενδέχεται να απογοητευτούν λιγάκι, αλλά όσοι θέλουν κάτι πιο casual που να παραπέμπει περισσότερο σε διαδραστική ταινία παρά σε παιχνίδι επίλυσης γρίφων, θα ενθουσιαστούν με το Black Mirror 2.

Τέλος, πρέπει να αναφέρω ότι σε ορισμένα σημεία του παιχνιδιού μπορείτε να πεθάνετε (ή να σας πεθάνουν), αλλά αυτά τα σημεία είναι τόσο προφανή και οι επιλογές σε κάθε περίπτωση τόσο λίγες, που δεν θα εκνευριστείτε καθόλου. Επιπλέον, το παιχνίδι αποθηκεύει αυτόματα τη θέση σας πριν από κάθε τέτοιο σημείο ώστε να μη χρειαστεί να επαναλάβετε μεγάλο μέρος του αν το τελευταίο σας save είναι πολύ πιο πριν.

Το εσωτερικό του κάστρου έχει παρακμάσει, χαρίζοντάς μας ορισμένα πολύ ατμοσφαιρικά σκηνικά.

Παρά τις όποιες ατέλειές του, το Black Mirror 2 κατάφερε να με ενθουσιάσει και να με συνεπάρει. Οι σχεδιαστές όχι μόνο έμειναν πιστοί στην ιστορία του πρώτου παιχνιδιού, αλλά κατάφεραν να τη βελτιώσουν και να την εμπλουτίσουν. Το σημαντικότερο κατ’ εμέ είναι ότι κατάφεραν να αποφύγουν τις κοινοτυπίες της κλασικής λογοτεχνίας τρόμου και να μας δώσουν κάτι πραγματικά πρωτότυπο, παρότι ουσιαστικά «έπαιζαν στην έδρα του αντιπάλου».

Από την άλλη βέβαια δεν θυμάμαι να με ενθουσίασε κάποιος από τους γρίφους του παιχνιδιού, ούτε ένιωσα φοβερά έξυπνος λύνοντάς τους. Επιπλέον, τερμάτισα το παιχνίδι σε μόλις τρεις ημέρες μετά από συνολικά 10 ώρες (χωρίς λύση). Συνεπώς, όσο καλό κι αν είναι το περιεχόμενό του η τιμή του θα παίξει σίγουρα σημαντικό ρόλο στην τελική σας απόφαση.