’90s Metal Monuments – Prince of the Poverty Line (Skyclad)
Children of the urban third world
Breast fed lies and cathode rays
Speak their minds down party chat lines
(they don’t have that much to say)
Told nothing of the world we live in
Or that it will be theirs someday.
Έτος, 1990. Μέρος, Newcastle, βορειοανατολική Αγγλία. Ο τραγουδιστής/στιχογράφος Martin Walkyier και ο κιθαρίστας/μουσικοσυνθέτης Steve Ramsey παρατάνε τις μπάντες τους (Sabbat και Satan αντίστοιχα) και σχηματίζουν ένα συγκρότημα που έμελλε να γίνει η ναυαρχίδα του folk metal: Τους θρυλικούς Skyclad.
Ηχητικά, αυτό που κάνει τους Skyclad να ξεχωρίζουν από άλλες μπάντες του είδους είναι ξεκάθαρα ο προεξέχων ρόλος του βιολιού στις μουσικές τους συνθέσεις. Η μόνη άλλη metal μπάντα που γνωρίζω καλά, στην οποία πρωταγωνιστεί επίσης το βιολί, είναι οι ακόμη πιο θρυλικοί κι αγαπημένοι My Dying Bride. Οι ενδυματολογικές επιλογές των μελών της μπάντας και το έντονο folk στοιχείο έχουν ωθήσει κάποιους να αποκαλέσουν τους Skyclad “Jethro Tull του metal”, αλλά η περιγραφή αυτή αφορά μόνο σε επιφανειακά στοιχεία των δύο συγκροτημάτων.
Παρότι οι φίλοι της metal δίνουν μεγάλη σημασία στο στιχουργικό περιεχόμενο των τραγουδιών, αναμφίβολα τον πρώτο λόγο τον έχει η μουσική. Υπάρχουν όμως και κάποιες σπάνιες εξαιρέσεις που οι στίχοι μπορούν να κλέψουν την παράσταση. Μία από αυτές είναι και οι Skyclad.
Πριν όμως εμβαθύνω σε αυτήν τη συνιστώσα των τραγουδιών τους, πρέπει να επισημάνω κάτι: Ως γνωστόν, ειδικά στα 80s και στα 90s υπήρχε μία τάση να καταπιάνονται οι στιχουργοί με κοινωνικά θέματα. Κακούργα κενωνία κλπ. Προσωπικά αυτό το θεωρώ εύκολη, έως και τεμπέλικη λύση. Αλλά αν πρέπει να γράψεις ένα τραγούδι και δεν έχεις κάτι συγκεκριμένο να πεις, μπορείς πάντα να κράξεις την κοινωνία.
Ώσπου ήρθε ο Walkyier και κατάφερε το φαινομενικά ακατόρθωτο: Να μιλήσει για τα αληθινά, ωμά προβλήματα της γενιάς του και της εποχής του, σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, χωρίς να γίνεται βαρετά πεζός. Κάθε άλλο: ο πανέξυπνος κι ευαισθητούλης κοντούλης δαίμονας από το Νεοκάστρι κατάφερε να δώσει ποιητική διάσταση σε πρακτικά προβλήματα όπως η φτώχεια, οι κοινωνικές ανισότητες, η ενδοοικογενειακή βία, τα ναρκωτικά.
Η συνεισφορά του Walkyier όμως δεν περιορίζεται στον ιδιοφυή τρόπο που συνέδεε μεταφορές κι αλληγορίες για να θίξει τα κακώς κείμενα που βίωνε και παρατηρούσε ολόγυρά του. Η γεμάτη πάθος ερμηνεία του όταν γαύγιζε τους στίχους του με τη χαρακτηριστική του προφορά και άρθρωση έγινε σήμα κατατεθέν των Skyclad, και η φωνή του έδενε με τα υπόλοιπα όργανα με μια αξεπέραστη αρμονία που προσωπικά δεν έχω ξανασυναντήσει σε μπάντα που δεν παίζει death metal.
Κατά κοινή ομολογία, οι Skyclad έπιασαν το ζενίθ τους το 1994 με το αριστούργημα που ακούει στο όνομα Prince of the Poverty Line. Είναι μια από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις δίσκων που ηχητικά καταφέρνει με κάποιον τρόπο να διατηρεί τη συνοχή του, παρά το αξιοσημείωτο εύρος του. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τους στίχους, οι οποίοι αποτελούν το who’s who των κοινωνικών και υπαρξιακών προβληματισμών της Generation X. Κοινωνική ανισότητα και διαφθορά (Civil War Dance, Land of the Rising Slum), φτώχεια (Cardboard City, A Bellyful of Emptiness, The Truth Famine), ενδοοικογενειακή βία (A Dog in the Manger), ναρκωτικά (Womb of the Worm), ρατσισμός (The Gammadion Seed). Και αφού τα είπε όλα, ο Martin κατάφερε να χωρέσει και κάποιες πιο υπαρξιακές σκέψεις (Sins of Emission, The One Piece Puzzle).
Γενικά, παρότι η μουσική μπορεί να είναι μέχρι και ανεβαστική φορές – φορές, η ακρόαση του δίσκου στο σύνολό του σε αφήνει με ένα αίσθημα απελπισίας, άγχους για το μέλλον και υπαρξιακής ματαιότητας, που ούτε το πιο πεθαμενατζίδικο doom metal μοιρολόι δεν μπορεί να προκαλέσει. Αυτή όμως είναι και η διαφορά της πραγματικής τέχνης από την ψυχαγωγία: Η μεν δημιουργεί συναισθήματα από το τίποτα, η δε απλά παρασιτεί σε ήδη υπάρχοντα. Και το Prince of the Poverty Line είναι αναμφίβολα αυτό που θα έλεγα «δημιουργός διάθεσης».
Το δίδυμο Walkyier/Ramsey (και το υπόλοιπο ασταθές lineup που τους πλαισίωνε) μας πρόσφερε έξι LPs ακόμη, πριν την αποχώρηση του πρώτου από την μπάντα το 2001. Παρότι οι περισσότεροι θεωρήσαμε ότι το να συνεχίσουν οι Skyclad χωρίς τον Walkyier θα ήταν εξίσου γελοίο με το να συνέχιζαν οι Type O Negative χωρίς τον Peter Steele, ο Ramsey διατηρεί το συγκρότημα ενεργό μέχρι και σήμερα. Εγώ όμως είχα ήδη πάψει εδώ και καιρό να είμαι συνοδοιπόρος τους, αφού για τα δικά μου γούστα τουλάχιστον δεν κατάφεραν να πλησιάσουν ξανά το μεγαλείο του Prince of the Poverty Line.
Οι Skyclad έχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου γιατί η συναυλία τους στο Ρόδον το 1994 για την προώθηση του φρέσκου τότε Prince of the Poverty Line ήταν και η πρώτη μου (θυμάσαι Yiannis Filippaios; ). Και παρότι έχω πάει σε άπειρες συναυλίες από τότε, παραμένει στις τοπ 5 που έχω πάει ποτέ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξη στο πρόσωπο του Walkyier από τη θερμή ανταπόκριση του κοινού. Τον αιφνιδίασε τόσο ο ενθουσιασμός μας, που σε κάποια στιγμή απλά μας κοίταζε αποσβολωμένος.
Παρότι τόσο ο ήχος του (από πλευράς παραγωγής) όσο και το στιχουργικό περιεχόμενο θα θεωρούνταν παρωχημένα και ξεπερασμένα πια από κάποιους, με κάποιον μαγικό τρόπο το Prince of the Poverty Line καταφέρνει να ακούγεται στα αφτιά μου φρέσκο όσο ποτέ. Άλλωστε η καλή μουσική παραμένει καλή μουσική, όσα χρόνια κι αν περάσουν, ενώ ο τρόπος που δόμησε τους στίχους του ο Walkyier τούς επιτρέπει να προσαρμόζονται σαν τον χαμαιλέοντα στις εποχές και στις καταστάσεις, αποκτώντας νόημα ακόμη και πάνω από 25 χρόνια αφότου πρωτογράφτηκαν. Δεν ξέρω πώς θα ακουγόταν ο δίσκος σε κάποιον που δεν τον είχε ακούσει όταν είχε πρωτοβγεί, αλλά μια επιστροφή στο παρελθόν δεν βλάφτει, ειδικά αν το παρόν είναι… djent