Crowd Funding
Εναλλακτικός τρόπος χρηματοδότησης ή μια απ’ τα ίδια;
The more things change…
Βρισκόμαστε στο σωτήριον έτος 1988. Ημέρα Σάββατο, ώρα επτά πρωινή. Ο Κώστας, 9 ετών, πετάγεται από το κρεβάτι υπακούοντας στο εσωτερικό ξυπνητήρι του βιολογικού του ρολογιού. Κατεβαίνει με σβελτάδα και ευλυγισία γατόπαρδου τη σκάλα της κουκέτας του, αδιαφορώντας για το αν θα ξυπνήσει τον μικρό του αδερφό που κοιμάται από κάτω. Τα ποδοβολητά του αντηχούν μέσα στην απόλυτη ησυχία του σκοτεινού σπιτιού του, καθώς τρέχει να ανοίξει τη 15άρα έγχρωμη (το ’88 ο προσδιορισμός αυτός δεν ήταν ακόμη αυτονόητος) Philips, η οποία επέζησε σαν από θαύμα από την πτώση της στο μεγάλο σεισμό του ’81 (μόνο που τα δείχνει όλα λίγο πιο ροζ). Γραπώνει και με τα δυο του χέρια το τεράστιο, μαύρο τηλεκοντρόλ με τα μικρά, γκρι, λαστιχένια πλήκτρα που μοιάζει σαν το μικρό αδερφάκι του Spectrum του κολλητού του. Ο δεξιός του αντίχειρας βρίσκει ασυναίσθητα το πλήκτρο πέντε που αντιστοιχεί στο Super Channel, το αγγλικό δορυφορικό κανάλι που ευθύνεται για την κατακόρυφη βελτίωση της καθημερινότητάς του. Πρώτος προορισμός, Inhumanoids. Τι κι αν τα βδελυρά τέρατα που παρελαύνουν στην οθόνη μιλούν σε μία ξένη γλώσσα; Οι συναρπαστικές εικόνες και οι μάχες είναι που έχουν σημασία. Ακολουθεί το Brave Star και μετά από αυτό οι θρυλικοί Thundercats.
Νιώθοντας την πλήρωση της πρωινής του ψυχαγωγίας, ο Κώστας γυρίζει στο κανάλι μηδέν και πατάει τον διακόπτη του Atari 2600, το οποίο βρίσκεται μονίμως στο χαλί, μπροστά από την τηλεόραση. Δευτερόλεπτα μετά, βρίσκεται στο πιλοτήριο του Defender, προσπαθώντας να σώσει τα «ανθρωπάκια» από τους «εξωγήινους». Πέρα από τη διασκέδαση που του παρέχει, το παιχνίδι λειτουργεί και ως μία απόσπαση μέχρι να ξυπνήσει το γειτονόπουλο ώστε να πάνε μαζί μέχρι το κοντινότερο περίπτερο και να αγοράσουν το τελευταίο τεύχος του Pixel που κυκλοφορεί σήμερα. Δεν έχει ιδέα ότι μέσα του θα βρει την παρουσίαση της συνέχειας του πολυαγαπημένου του Double Dragon. Μέχρι να περάσει ο μήνας, θα διαβάσει αυτό το άρθρο δεκάδες φορές, ονειρευόμενος τη στιγμή που θα το παίξει στην Amiga του κολλητού του…
…the more they stay the same.
Σωτήριο έτος 2012, ώρα επτά πρωινή. Ο Κώστας, 33 ετών, σηκώνεται αργά και νωχελικά από το κρεβάτι του με κλειστά ακόμη τα μάτια. Σέρνει τα πόδια του μέχρι το “playroom” του, τρακάροντας παράλληλα πάνω σε ό,τι έπιπλο και κούφωμα βρίσκεται ενδιάμεσα. Το χέρι του κινείται άβουλα, ενστικτωδώς, στο διακόπτη του PC. Σκιάζει τα μάτια του σαν τον Δράκουλα καθώς το φως της αρχικής οθόνης των Windows επιτίθεται στους αμφιβληστροειδείς του. Μετά από λίγο ανούσιο σερφάρισμα, ίσα ίσα για να πάρει μπρος ο εγκέφαλος, βλέπει αν ανέβηκε κανένα καινούργιο βίντεο στα κανάλια του YouTube στα οποία είναι συνδρομητής. Η περιήγησή του στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του δημοφιλούς ιστότοπου τον φέρνει – συν τοις άλλοις – στην εισαγωγή των Thundercats. Βρε για δες…
Στη συνέχεια χαζεύει τις κεντρικές οθόνες των αθλητικών ιστότοπων που παρακολουθεί (τα χοντρά χοντρά, δεν είναι για να διαβάζει άρθρα ακόμη), ενώ ευθύς αμέσως μπαίνει στο φόρουμ του οποίου είναι ενεργό μέλος, προκειμένου να δει αν υπήρξε συνέχεια στο νήμα για την «ενισχυμένη» έκδοση του Baldur’s Gate που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Στη συνέχεια θα πάρει άλλο ένα κύπελλο στο FIFA και ακόμη πιο μετά θα βγει με τον κουμπάρο του ο οποίος είχε siege χθες στο Lineage και (αφού ως γνήσιος grammar Nazi του πει για χιλιοστή φορά ότι προφέρεται «Λίνεατζ» και όχι «Λαϊνέιτζ») θα ακούσει με ενδιαφέρον την εξέλιξη της ψηφιακής του αυτής περιπέτειας…
«Πάλι πλατειάζει ο Κωνσταντίνου», θα σκεφτείτε όσοι έχετε το κουράγιο να παρακολουθείτε τα άρθρα μου. Για άλλη μια φορά, όμως, αυτός ο φαινομενικά άσκοπος, «αυτοβιογραφικός» πρόλογος, δένει αρμονικότατα με την ουσία του άρθρου, η οποία θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μία πρόταση ως εξής: Η εμμονή της ανθρωπότητας να εφευρίσκει διαφορετικούς τρόπους για να επιτυγχάνει τους ίδιους ακριβώς σκοπούς. Ένα λαμπρό παράδειγμα της οποίας λογικής είναι και το ιδιαίτερα επίκαιρο στις μέρες μας, crowd funding. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή…
Τι εστί crowd funding; Με απλά λόγια, αν ένας δημιουργός – με την ευρεία έννοια της λέξης – αδυνατεί να βρει τους απαραίτητους πόρους που χρειάζεται ώστε να υλοποιήσει την ιδέα του, έχει πλέον τη δυνατότητα να στραφεί στο ευρύ κοινό, αυτό που τελευταία είναι της μόδας να αποκαλούμε γενικά κι αόριστα «κοινότητα». Έτσι έχει πλέον τη δυνατότητα να παρακάμψει τον «άπληστο επιχειρηματία» ο οποίος το μόνο που έχει στο νου του είναι το κέρδος και ο οποίος αγνοεί παντελώς τη δημιουργική συνιστώσα. Σωστά; Δεν το νομίζω…
Ας αντιπαραβάλλουμε τα δύο μοντέλα χρηματοδότησης, ξεκινώντας από το crowd funding. Η διαδικασία είναι η εξής: Ο επίδοξος δημιουργός απευθύνεται σε μία crowd funding πλατφόρμα (όπως είναι π.χ. το Kickstarter, το Indiegogo κλπ) και μέσω αυτής πλασάρει το όραμά του (δηλαδή το προϊόν του) στο κοινό, θέτοντας ταυτόχρονα ένα ελάχιστο χρηματικό στόχο τον οποίο θα πρέπει να πετύχει προκειμένου να προχωρήσει το project. Ο ίδιος ο δημιουργός είναι κατά βάση υπεύθυνος για την προώθηση του προϊόντος του. Η πλατφόρμα απλά του παρέχει ένα βήμα, το (όποιο) κύρος της κι έναν μηχανισμό συλλογής των δωρεών (όλα αυτά με το αζημίωτο φυσικά, π.χ. το Kickstarter παίρνει 5% προμήθεια από τα έσοδα). Αν ο δημιουργός πείσει το κοινό και υπερκεράσει το όριο χρηματοδότησης που έχει υπολογίσει ο ίδιος, τότε το project προχωρά. Αλλιώς, ανάλογα και με το μοντέλο χρηματοδότησης, είτε δεν παίρνει φράγκο, είτε θα πρέπει να βρει συμπληρωματικούς πόρους.
Με τη συμβατική μέθοδο, ο ίδιος δημιουργός θα πρέπει να απευθυνθεί στον αντίστοιχο μεσάζοντα του προϊόντος το οποίο θέλει να πλασάρει. Στη συνέχεια ο μεσάζοντας (π.χ. η εκδότρια εταιρεία αν μιλάμε για βιντεοπαιχνίδια), θα χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή του (λεπτομερή εικόνα της αγοράς, μελέτες, στατιστικές κλπ) προκειμένου να αξιολογήσει αν αυτό το προϊόν θα αποφέρει κέρδη. Ακολούθως, αναλαμβάνει ο ίδιος την προώθησή του χρησιμοποιώντας τους εκτεταμένους πόρους του και τις «άκρες» του στην αγορά, ενώ χρηματοδοτεί και την ανάπτυξή του.
Οι δύο αυτές διαδικασίες φαινομενικά απέχουν παρασάγγας, κάτι που άλλωστε θα μπορούσε να ειπωθεί και για τη σαββατιάτικη ρουτίνα του Κώστα του 1988 και του Κώστα του 2012. Πόσο ουσιαστικές, όμως, είναι οι διαφορές τους; Ο Κώστας του 1988 δεν έχει πολλές επιλογές στη διάθεσή του. Την ώρα που ξυπνάει, τα κρατικά κανάλια δεν έχουν καν παίξει ακόμη τον τσοπανάκο, συνεπώς το ξένο δορυφορικό είναι η μόνη του επιλογή. Αντίθετα, ο Κώστας του 2012 έχει άπειρες επιλογές στη διάθεσή του. Παρόλα αυτά, επιλέγει να παρακολουθεί τρεις αθλητικούς ιστότοπους στους οποίους γράφουν τα ίδια πράγματα – πολλές φορές – οι ίδιοι άνθρωποι, ενώ και στο YouTube κινείται εκ του ασφαλούς, προτιμώντας να χαζέψει για χιλιοστή φορά την εισαγωγή της αγαπημένης του παιδικής σειράς παρά ένα πειραματικό, ανεξάρτητο δημιούργημα. Ο Κώστας του 1988 είχε να επιλέξει ανάμεσα στο Defender, στο Phoenix και στο Mrs. Pacman. Ο Κώστας του 2012 έχει δεκάδες επιλογές, παρόλα αυτά προτιμά να ασχοληθεί με το «ποδοσφαιράκι» του παρά με κάτι πιο εγκεφαλικό, απαιτητικό, περίπλοκο, καινοτόμο. Όλα τα παραπάνω συνοψίζονται στη φράση «ψευδαίσθηση της επιλογής», η οποία κατά την ταπεινή μου γνώμη αποτελεί την κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού.
Οι παραπάνω αντιστοιχίες είναι σαφείς και στις δύο μεθόδους χρηματοδότησης της δημιουργίας που περιγράψαμε νωρίτερα. Π.χ. ο αριθμός των δωρητών στο μοντέλο του crowd funding αντιστοιχεί στην έρευνα αγοράς του μοντέλου με τον μεσάζοντα. Τα χρήματα που θα αποφέρει η εκστρατεία του Kickstarter είναι τα χρήματα που θα ξόδευε ο μεσάζοντας με τον ίδιο τρόπο (στο περίπου) και για τους ίδιους λόγους. Και ούτω καθ’ εξής. Κυρίως, όμως, αυτό που διαψεύδει όσους θεωρούν τόσο τρομερά επαναστατικό και καινοτόμο το crowd funding, είναι ο τελικός σκοπός ο οποίος είναι πανομοιότυπος και για τις δύο μεθόδους: Η θετική απήχηση του προϊόντος στην αγορά. Μπορεί οι ρομαντικοί εξ ημών να προτιμούν τον όρο «κοινότητα» και να θριαμβολογούν για την εξουδετέρωση του «άπληστου μεσάζοντα που καταπνίγει τη δημιουργία», η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο μεσάζοντας ζει και βασιλεύει, απλά χρησιμοποιεί διαφορετικά εργαλεία και άλλη αμφίεση, προκειμένου να ανταπεξέλθει στα σύγχρονα δεδομένα και να γίνει πιο αρεστός σε αυτούς στους οποίους απευθύνεται.
Τρανή απόδειξη για τα παραπάνω δεν είναι άλλη παρά το ίδιο το αποτέλεσμα. Όλοι εμείς οι hardcore gamers γκρινιάζουμε για την ατολμία της βιομηχανίας των βιντεοπαιχνιδιών, η οποία επιμένει να αρμέγει τις ίδιες πέντε – έξι IP, απορρίπτοντας κάθε είδους καινοτόμα ιδέα ως «απαράδεκτα υψηλού ρίσκου». Τι το τόσο τρομερά καινοτόμο, όμως, έχουμε δει να ξεπηδάει από το Kickstarter και τους ομοίους του; Γιατί εγώ το μόνο που βλέπω είναι τα ίδια και τα ίδια ονόματα που γνωρίζω από τα gaming γεννοφάσκια μου: Σέιφερ, Μόλινιου, Μπρέιμπεν, Όλιβερ. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αντί να χρησιμοποιούν την πλατφόρμα για να προωθήσουν κάποια καινοτόμα ιδέα, πλασάρουν ξαναζεσταμένες δόξες του παρελθόντος (Populous, Dizzy, Elite κλπ). Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί, πολύ απλά, και οι ίδιοι χρησιμοποιούν τα ίδια κριτήρια με τις εκδότριες εταιρείες οι οποίες επιμένουν να μας πλασάρουν κάθε χρόνο τη νιοστή συνέχεια του CoD, FIFA, Assassin’s Creed, με ελάχιστες έως καθόλου διαφοροποιήσεις/καινοτομίες. Ποια κριτήρια είναι αυτά; Μα, φυσικά, το τι θέλει (και το τι αγοράζει) ο κόσμος.
Ο λύκος, λοιπόν, μπορεί να άλλαξε το τομάρι του, αλλά κατά βάθος παραμένει ο ίδιος και – κυρίως – παραμονεύει τα ίδια πρόβατα. Με αυτό ως δεδομένο, τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον για το μοντέλο χρηματοδότησης που ακούει στο όνομα crowd funding; Προσωπικά, αν σας σχεδίαζα ένα γράφημα του ενθουσιασμού μου για το Kickstarter σε συνάρτηση με το χρόνο, αυτό θα έμοιαζε με μία ευθεία γραμμή που κλίνει σταθερά προς τα κάτω. Δύο σημαντικά σημεία αυτού του «κατήφορου» είναι η εκστρατεία για την έκδοση του Cheetahmen 2 στο NES στην οποία συμμετείχε ο James Rolfe (κατά κόσμον Angry Video Game Nerd) και χάρη στην οποία ήρθε για πρώτη φορά σε ευθεία ρήξη με τη fanbase του (αργότερα φρόντισε να αποστασιοποιηθεί από το project με δηλώσεις τύπου «δεν ήξερα, δεν γνώριζα») και, πιο πρόσφατα, με την εξωφρενική – κατά τη γνώμη μου – εκτίμηση των αδελφών Όλιβερ ότι θα χρειαστούν €430.000 για να φτιάξουν ένα ακόμη Dizzy! Έλεος δηλαδή!
Το crowd funding, λοιπόν, τουλάχιστον με τη μορφή που έχει σήμερα, δεν μπορεί να θεωρηθεί επανάσταση και συνεπώς δεν μπορεί να έχει την πορεία που έχουν συνήθως οι επαναστάσεις, δηλαδή είτε να θριαμβεύσει και να ανατρέψει την «καθεστηκυία τάξη» είτε να «καταπνιγεί στο αίμα». Η δική μου πρόβλεψη είναι ότι σιγά σιγά ο ενθουσιασμός για το concept αυτό θα καταλαγιάσει και θα πάρει κι αυτό τη θέση του στη βιομηχανία ως ένας ήπια εναλλακτικός ή συμπληρωματικός τρόπος χρηματοδότησης. Ελπίζω η άποψή μου αυτή να μην… εκθέσει τον Κώστα του 2024.