Στην εποχή μας τα πάντα είναι “περισσότερα”. Περισσότερες πληροφορίες, περισσότερες επιλογές, περισσότερα ερεθίσματα, και – φυσικά – περισσότερα βιντεοπαιχνίδια. Όπως, όμως, πολλά από αυτά τα “περισσότερα” δεν είναι παρά πλασματικές ανάγκες ή απλά άχρηστα, το ίδιο ισχύει και για τα βιντεοπαιχνίδια. Από τη ν-οστή συνέχεια ενός επιτυχημένου – αλλά κουρασμένου – AAA franchise έως τον δήθεν ψαρωτικό indie τίτλο, που στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά μία ακόμη από τις χιλιάδες παραλλαγές του ίδιου concept, καταλήγουμε σε μία ψευδαίσθηση πληθώρας επιλογών, με τις ψηφιακές (αλλά και υλικές) βιβλιοθήκες μας να γεμίζουν ουσιαστικά με το ίδιο παιχνίδι, απλά με διαφορετικό όνομα, με πολλά από αυτά να μαζεύουν σκόνη είτε στο Steam, είτε στο Origin, είτε στο ράφι μας, αποτελώντας το λεγόμενο “backlog” που δείχνει να μεγαλώνει όλο και πιο πολύ για την πλειοψηφία των gamers, όσο ελεύθερο χρόνο κι αν έχουν αυτοί στη διάθεσή τους.
Το παιχνίδι με το οποίο αποφάσισα να ξεκινήσω την εξερεύνησή μου του προσωπικού μου backlog δεν ανήκει στις προαναφερθείσες κατηγορίες, αφού όταν κυκλοφόρησε, η βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών δεν είχε προλάβει να κορεστεί, ενώ το ίδιο το gaming αποτελούσε ακόμη ασχολία μιας αρκετά κλειστής κοινότητας, με την είσοδό του στο mainstream να σημειώνεται μόλις λίγα χρόνια αργότερα. Είναι, απλά, το πρώτο παιχνίδι που αγόρασα και δεν τερμάτισα ποτέ.