Είδος: Adventure
Εταιρεία Ανάπτυξης: Daedalic Entertainment
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: Μάιος 2013
Πλατφόρμα: PC
Η γερμανική Daedalic Entertainment είναι μία από τις τρεις εταιρείες ανάπτυξης ή/και έκδοσης βιντεοπαιχνιδιών που επιμένουν να κρατάνε ψηλά τη σημαία των adventures, πηγαίνοντας κόντρα στις σύγχρονες τάσεις όσον αφορά στο αγαπημένο μας χόμπι. Οι άλλες δύο είναι αναμφίβολα η Telltale Games και η σχετικά νέα στο χώρο, King Art. Η Telltale πιστεύω ότι είναι γνωστή ακόμη και σε όσους δεν παίζουν adventures, έχοντας εκδώσει «μπλοκμπάστερ» όπως τα Tales of Monkey Island, Back to the Future, The Walking Dead, αλλά και indie διαμαντάκια όπως το Hector and the Badge of Carnage. Οι Καλιφορνέζοι της Telltale παρέλαβαν τη σκυτάλη από τους Καναδούς της Adventure Company, η οποία είχε με τη σειρά της αναλάβει να συντηρήσει το είδος των adventures από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 μέχρι και τα τέλη των ’00, μετά, δηλαδή, από την «πτώση» των Lucas Arts και Sierra. Πιστεύω ότι δεν θα ήμασταν υπερβολικοί αν λέγαμε ότι τα adventures οφείλουν σχεδόν αποκλειστικά τη σχετική άνθηση της δημοτικότητάς τους που παρατηρείται αυτή την εποχή στην Telltale. Αν δεν ήταν αυτή, εμείς οι φίλοι των adventures θα «ξεχαρμανιάζαμε» με κάποιες ελάχιστες αξιόλογες απόπειρες νοσταλγών του παρελθόντος, κυρίως από το πρώην ανατολικό μπλοκ.
Η King Art, από την άλλη, έχει ακόμη πολλά να αποδείξει, έχοντας δημιουργήσει μόλις δύο adventures, τα Book of Unwritten Tales και Critter Chronicles. Ο λόγος, όμως, που την κατατάσσω στην κορυφή, οφείλεται στα πολύ υψηλά στάνταρντ ποιότητας των δύο αυτών τίτλων, σε όλους τους τομείς. Προσωπικά, αναμένω με τεράστια ανυπομονησία το επερχόμενο adventure της, The Raven, το οποίο σηματοδοτεί και την αποχώρηση της εταιρείας από τα Fantasy μονοπάτια που περιδιάβηκε στις δύο πρώτες της προσπάθειες.
Παρόλα αυτά, αγαπημένη μου εταιρεία ανάπτυξης adventures παραμένει η Daedalic. Μπορεί οι παραγωγές της να είναι άνισες – τόσο η κάθε μία ξεχωριστά όσο και μεταξύ τους – και τσαπατσούλικες (με αποκορύφωμα τις μέτριες – για να το θέσω ευγενικά – μεταφράσεις από τα γερμανικά στα αγγλικά), αλλά για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να προσδιορίσω, τα adventures της μου αφήνουν πάντα ένα έντονο, γλυκόπικρο συναίσθημα αφού τα ολοκληρώσω που δεν έχω ξανανιώσει με τα δημιουργήματα καμίας άλλης εταιρείας, adventures ή μη. Η τελευταία της απόπειρα ακούει στο όνομα Night of the Rabbit. Πρόκειται για ένα παιχνίδι που δεν ξέρω αν θα σηματοδοτήσει μια νέα εποχή για την Daedalic, αλλά σίγουρα ανεβάζει κατά τι τον πήχη για τις μελλοντικές της δημιουργίες. Ας το δούμε, όμως, αναλυτικά.
Στο Night of the Rabbit αναλαμβάνουμε το ρόλο του νεαρού (12 ετών για την ακρίβεια) Jerry Hazelnut. Ο Jerry ζει σε ένα μικρό αγρόκτημα που βρίσκεται στα προάστια μιας μεγαλούπολης και έχει βάλει σκοπό της ζωής του να γίνει κάποτε σπουδαίος μάγος. Ως φαίνεται η μοίρα εισακούει την ευχή του, αφού ένας περιβόητος μάγος, γνωστός ως Marquis de Hoto τον επιλέγει ως μαθητευόμενό του (το ότι ο Hoto έχει όψη ανθρωπόμορφου λαγού δεν φαίνεται να πτοεί τον Jerry).
Ο Hoto εξηγεί στον Jerry ότι οι ρίζες ορισμένων δέντρων είναι τόσο βαθιές, που διεισδύουν σε άλλους κόσμους. Η μαγική τέχνη του να αναγνωρίζεις αυτά τα δέντρα και να διασχίζεις τις πύλες τους λέγεται δεντροβασία, και αυτό ακριβώς είναι που θα τον μάθει να κάνει. Πρώτη τους στάση είναι το Mousewood, όπου ποντίκια, σκίουροι, σκαντζόχοιροι κι άλλα ζωάκια ζουν σε αρμονία…
Το σενάριο του Night of the Rabbit είναι βαθιά επηρεασμένο από την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων». Τα πάντα στο παιχνίδι, σενάριο, γραφικά, μουσική, πλοκή, ουρλιάζουν «Παραμύθι». Πρόκειται για μία συνειδητή επιλογή των σχεδιαστών του, την οποία ομολογώ ότι εκτέλεσαν άψογα. Από εκεί και πέρα, εξαρτάται από τα γούστα του παίχτη το κατά πόσο θα εκτιμήσει τον – ομολογουμένως – αρκετά παιδικό χαρακτήρα του παιχνιδιού. Αν το παιδί μέσα σας είναι αρκετά κοντά στην επιφάνεια του ψυχισμού σας – όπως συμβαίνει με εμένα – τότε σίγουρα θα εκτιμήσετε αυτή την παράμετρο του παιχνιδιού.
Η πλοκή του παιχνιδιού είναι από τις πιο εξελισσόμενες που έχω δει σε παιχνίδι του είδους. Όπως συμβαίνει σε όλα τα παραμύθια, η ειδυλλιακή ατμόσφαιρα που διαπνέει αρχικά το παιχνίδι αρχίζει σιγά σιγά να σκοτεινιάζει και το όνειρο να μετατρέπεται σε εφιάλτη, για να επέλθει φυσικά η κορύφωση και η λύτρωση. Πραγματικά εξαιρετική δουλειά σε αυτόν τον τομέα από τους Ματ και Σεμπάστιαν Κέμπκε που έγραψαν την ιστορία.
Από την άλλη, όμως, όσο έντονη διακύμανση παρουσιάζει το σενάριο, τόσο έντονη γραμμικότητα παρουσιάζουν οι χαρακτήρες του παιχνιδιού. Μπορεί να βιώνουν πολλά και διάφορα συναισθήματα καθώς ξετυλίγεται η πλοκή, αλλά – όπως σε όλα τα καλά παραμύθια – αποτελούν δευτεραγωνιστές, με τον πρώτο ρόλο να ανήκει στην ίδια την ιστορία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο κάθε ένας δεν έχει το δικό του, διακριτό (αν και διακριτικό) χαρακτήρα. Απλά σίγουρα δεν θα τους αγαπήσετε τόσο ούτε θα δεθείτε με κανέναν τους τόσο βαθιά όσο έχετε ενδεχομένως κάνει με άλλους ήρωες adventures.
Ένα από τα χαρακτηριστικά των παιχνιδιών της Daedalic (και αυτό που ίσως με ελκύει περισσότερο ως «παλιό» gamer), είναι ότι δεν χαρίζει κάστανα. Δεν παίρνει τον παίκτη από το χεράκι για να τον οδηγήσει από τη μία προφανή επιλογή στην άλλη. Τον αμολάει στους κόσμους της και τον αφήνει να βγάλει ο ίδιος τα προαναφερθέντα κάστανα από τη φωτιά. Αυτό, βέβαια, είναι δίκοπο μαχαίρι, αφού αν οι κόσμοι αυτοί δεν είναι άψογα ισορροπημένοι, η «ενδιαφέρουσα πρόκληση» μπορεί να εξελιχτεί απλά σε «εκνευρισμό». Δυστυχώς, ο Ματ Κέπλερ που επιλήφθηκε και των γρίφων του παιχνιδιού, δεν τα κατάφερε περίφημα σε αυτό τον τομέα. Ο κόσμος του παιχνιδιού είναι τόσο τεράστιος και οι δυνητικές επιλογές τόσες πολλές, που οποιοσδήποτε θα έχανε σίγουρα το δάσος για τα δέντρα. Ειδικά για έναν έμπειρο παίκτη adventure games, όπως η αφεντιά μου, το να πάω κόντρα σε κάθε μου ένστικτο (το οποίο μου επιβάλλει να εξετάσω και να αποκωδικοποιήσω κάθε λεπτομέρεια στο περιβάλλον του παιχνιδιού) και να εστιάσω μόνο στους άμεσους στόχους που μου έθετε το παιχνίδι, απεδείχθη τρομερά δύσκολο.
Ειδικά στο πρώτο μέρος του παιχνιδιού (ας πούμε μέχρι το 30% με 40% για να μιλάμε με ποσοστά), μπορούμε να αλληλεπιδράσουμε με τόσα πολλά αντικείμενα και χαρακτήρες, που θα πρέπει να διαθέτουμε υπεράνθρωπη αυτοσυγκέντρωση για να μη χάσουμε το στόχο μας. Κυριολεκτικά, όσον αφορά στη λύση πολλών εκ των γρίφων που περιέχονται σε αυτό το τμήμα του παιχνιδιού, είμαστε οι χειρότεροι εχθροί του εαυτού μας. Λέγοντας αυτό, εννοώ ότι οι λύσεις είναι απλές στην πλειοψηφία τους, αλλά το μυαλό μας θα πηγαίνει πάντα τουλάχιστον ένα κλικ πιο μακριά, εμποδίζοντάς μας να δούμε το προφανές. Και σίγουρα δεν βοηθάει και το ποιόν του ίδιου του κόσμου, αφού – ως γνωστόν – στα παραμύθια πολλές φορές η λογική πάει περίπατο. Συνεπώς, δύσκολα θα μας κατέβει να συνδυάσουμε ορισμένα αντικείμενα μεταξύ τους προκειμένου να προχωρήσουμε την ιστορία. Ευτυχώς, μετά τα μισά του παιχνιδιού (συγκεκριμένα αφού αποκτήσουμε το πρώτο μας ξόρκι), η κατάσταση εξισορροπείται κάπως (εκτός αν απλά εξοικειώθηκα εγώ με τη λογική του παιχνιδιού, δεν είμαι σίγουρος τι από τα δύο ισχύει περισσότερο), οπότε τα πράγματα κυλάνε αρκετά ομαλά μέχρι τον τερματισμό. Επίσης, προς το τέλος του παιχνιδιού οι γρίφοι είναι αρκετά διαδικαστικοί, επιτρέποντας την ανεμπόδιστη κλιμάκωση της ιστορίας. Πολύ σημαντικό αυτό, ειδικά για ένα παραμύθι.
Στο gameplay του παιχνιδιού δεν θα κάνω ειδική αναφορά. Ας πούμε απλά ότι πρόκειται περί κλασικού point ‘n click adventure. Η διαφορά με τα περισσότερα άλλα παιχνίδια του είδους, είναι ότι σταδιακά εμπλουτίζεται με άλλα χαρακτηριστικά, όπως η εναλλαγή μέρας/νύχτας (κατά βούληση του παίκτη) και η προσθήκη των ξορκιών που μαθαίνει σταδιακά ο Jerry. Αυτό το χαρακτηριστικό συνεισφέρει στη διατήρηση του ενδιαφέροντος του παίκτη, πάντα σε συνδυασμό με την εξέλιξη της ιστορίας. Υπάρχει κι ένα mini – game που αποτελεί παραλλαγή του χαρτοπαίγνιου «Αγωνία», αλλά προσωπικά δεν με συγκίνησε ιδιαίτερα.
Ο τεχνικός τομέας του παιχνιδιού είναι αρτιότατος. Η Daedalic επιμένει σταθερά στην καθαρά δυσδιάστατη απεικόνιση (και καλά κάνει, κατ’ εμέ). Η λεπτομέρεια των χαρακτήρων και των φόντων είναι πρωτοφανής για adventure, ενώ εικαστικά πιστεύω θα ικανοποιήσει απόλυτα τους πάντες. Γενικά, τα γραφικά ενισχύουν σε υπερθετικό βαθμό την παραμυθένια ατμόσφαιρα του παιχνιδιού. Επιπλέον, έχουν προστεθεί κάποια animations και κάποια εφέ για κάποιες συγκεκριμένες ενέργειες των χαρακτήρων, τα οποία ενισχύουν ακόμη περισσότερο την αληθοφάνεια. Μακράν η καλύτερη δουλειά της Daedalic σε αυτό τον τομέα και γενικά η καλύτερη που έχω δει εδώ και καιρό.
Η μουσική του παιχνιδιού είναι πραγματικά καταπληκτική, ειδικά το εισαγωγικό μουσικό θέμα. Αποτελεί ιδανικό soundtrack παραμυθιού και ταιριάζει απόλυτα με τη δράση σε κάθε περίπτωση. Επίσης, για πρώτη φορά, η Daedalic κατάφερε επιτέλους να κάνει μια τοπικοποίηση της προκοπής. Έτσι οι ερμηνείες των ηθοποιών που υποδύονται τους διάφορους χαρακτήρες είναι αυτή τη φορά από αρκετά καλές έως εκπληκτικές. Παρόλα αυτά υπάρχουν κάποιες παραφωνίες εδώ κι εκεί, ενώ ο ηθοποιός που υποδύθηκε τον πρωταγωνιστή μάλλον από ένα σημείο και μετά κουράστηκε, αφού ορισμένες ατάκες τού βγήκαν τελείως με το ζόρι. Γενικά, θέλει λίγη δουλίτσα ακόμη η Daedalic για να φτάσει την King Art, αλλά τουλάχιστον το παλεύει.
Το Night of the Rabbit είναι ένα παιχνίδι που σίγουρα θα διχάσει κοινό και κριτικούς. Τόσο η παραμυθένια φύση του, όσο και οι ιδιαιτερότητες των γρίφων του καθιστούν καθαρά υποκειμενικό το κατά πόσο θα σας ενθουσιάσει ή θα σας εκνευρίσει. Προσωπικά πέρασα κι από τα δύο άκρα του φάσματος, αλλά συνολικά μου άφησε μια πολύ θετική εντύπωση. Όσο εκνευριστικό κι αν μπορεί να γίνει κατά καιρούς, πιστεύω ότι είναι ένας τίτλος που αξίζει την προσοχή των φίλων των adventures – αν μη τι άλλο.