’90s Metal Monuments – Alternative 4 (Anathema)
Γεια σας και καλωσορίσατε στο τρίτο blog της σειράς 90’s Metal Monuments. Αυτή τη φορά θα μιλήσουμε για ένα συγκρότημα που προσωπικά έχω αγαπήσει όσο λίγα. Αναφέρομαι φυσικά στους θρυλικούς Λιβερπουλιανούς Anathema.
Πέρα από την αφεντιά μου, οι Anathema έχουν αγγίξει τις συναισθηματικές χορδές χιλιάδων συμπατριωτών μου. Ανήκουν σε μια περίεργη συνομοταξία συγκροτημάτων, τα οποία για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο «μιλάνε» στην ψυχή του Έλληνα μουσικόφιλου. Τέτοια παραδείγματα από τον χώρο του metal αποτελούν συγκροτήματα όπως οι Manilla Road, οι Warlord, αλλά και οι The Gathering που είδαμε στην προηγούμενη καταχώριση. Εκτός metal, οι πιο γνωστές περιπτώσεις είναι οι Puressence, οι James, οι Madrugada, ίσως και οι Starsailor. Είναι τέτοιο το δέσιμο του ελληνικού κοινού με αυτά τα συγκροτήματα, που ορισμένα έχουν κάνει ολόκληρες περιοδείες μόνο στην Ελλάδα!
Οι Anathema, όπως τα δύο συγκροτήματα για τα οποία έχουμε ήδη μιλήσει σε αυτήν τη σειρά, ξεκίνησαν από τον ευρύτερο χώρο του death metal, για να καταλήξουν σταδιακά στο alternative rock. Τονίζω τη λέξη «σταδιακά», πράγμα που δεν ισχύει και τόσο για τους The Gathering (Always -> Mandylion) και ακόμη λιγότερο για τους Theatre of Tragedy (Aegis -> Musique).
Στην απίθανη περίπτωση που δεν το έχετε καταλάβει ακόμη, το “monument” που χάρισαν οι Anathema στο metal και στη μουσική εν γένει, είναι το αριστούργημα του 1998 που ακούει στο όνομα Alternative 4. «4» γιατί είναι ο τέταρτος στούντιο δίσκος του συγκροτήματος, ενώ με το «Alternative» οι Λιβερπουλιανοί κατέστησαν σαφείς τις προθέσεις τους να απομακρυνθούν από τις (τουλάχιστον “death”) metal καταβολές τους. Συνεπώς ο όρος “alternative” εδώ είναι κυριολεκτικός και δεν αναφέρεται στο μουσικό ιδίωμα.
Οι «τάσεις φυγής» των Anathema από τις «αυστηρές» φόρμες του death metal είχαν γίνει ήδη σαφείς από το Eternity του 1996, το οποίο θα χαρακτήριζα ως ένα «άγουρο Alternative 4», με το συγκρότημα να πατάει με το ένα πόδι στον χώρο όπου γεννήθηκε, και με το άλλο στον χώρο που ήθελε να πάει. Εξαιρετικός δίσκος, αλλά οι λιμανίσιοι φίλοι μας δεν είχαν ανθίσει ακόμη. Ειδικά ο χαρισματικός τραγουδιστής τους, Βίνσεντ Κάβανο (όπως είχε πει χαρακτηριστικά ένας φίλος μου «πώς λέμε ‘αυτός χάνει μερικές νότες’; Ε, ο Κάβανο πετυχαίνει μερικές νότες»).
Στο Alternative 4 η τρελοπαρέα από το Λίβερπουλ είχε πια την αυτογνωσία, τα κότσια και τις μουσικές δεξιότητες να φτιάξει αυτό που πραγματικά ήθελε. Και το αποτέλεσμα τούς δικαίωσε. Οι συμπατριώτες των Fab Four κατάφεραν να παρουσιάσουν κάτι πραγματικά ξεχωριστό και πρωτοποριακό για την εποχή του και για το ιδίωμα. Επιπλέον, ο δίσκος παρουσιάζει εντυπωσιακή συνοχή και ομοιογένεια, δεδομένου ότι – σύμφωνα με τα credits – τα τραγούδια ήταν αποκλειστική υπόθεση των συνθετών τους. Συγκεκριμένα, ο τότε μπασίστας της μπάντας, Ντάνκαν Πάτερσον έγραψε έξι από τα δέκα τραγούδια. Ο Ντάνι Κάβανο (κιθάρα) έγραψε άλλα τρία, και ένα (Re-Connect) το έγραψε ο αδελφός του και τραγουδιστής, Βίνσεντ Κάβανο.
Παρά αυτή τη συνοχή, υπάρχουν κάποιες σημαντικές διαφορές ανά συνθέτη, τις οποίες, όμως, θα προσέξει μόνο το πιο προσεκτικό και έμπειρο αφτί. Τα τραγούδια (ή μάλλον τα μοιρολόγια) του Πάτερσον θα τα χαρακτήριζα «alternative doom», ενώ του Ντάνι έχουν μια κάπως πιο γλυκιά μελαγχολία.
Και, φυσικά, έχουμε και τη φωνή του Βίνσεντ.
Αν υπάρχει ένας λόγος που χαίρομαι που οι Anathema πήραν αυτήν την κατεύθυνση, είναι ότι δόθηκε στον Βίνσεντ η ευκαιρία να μοιραστεί μαζί μας το μοναδικό ηχόχρωμα που μπορούν να παράγουν οι φωνητικές του χορδές. Λίγοι τραγουδιστές έχουν καταφέρει να μεταφέρουν τον ανθρώπινο πόνο τόσο καλά όσο αυτός. Βάζω και τον Καζαντζίδη μέσα.
Γενικά, ο δίσκος [σαρκασμός] κολυμπάει μέσα στην τρελή χαρά [/σαρκασμός], με τους στίχους να αποτελούν ύμνο στον υπαρξιακό μηδενισμό. Γενικά, δεν περνούσαν καλά τα παλικάρια, με τους αδελφούς Κάβανο να τραβάνε χοντρό ζόρι λόγω του πρόωρου θανάτου της μητέρας τους. Ο Πάτερσον δεν ξέρω τι είχε. Ίσως επειδή είχε 8 χρόνια να πάρει πρωτάθλημα η Λίβερπουλ.
Ο δίσκος έχει αρκετή ποικιλία και ποιότητα ώστε να ακούγεται άνετα από αρχής μέχρι τέλους, πράγμα που, αν το κάνεις, πιθανά θα πέσεις σε βαθιά κατάθλιψη και περισυλλογή, ακόμη κι αν είσαι στρουμφάκι που παίρνει πρόζακ. Όλα τα τραγούδια κινούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα, με το μόνο που ξεχωρίζει (ως πιο πιασάρικο – όχι πιο ποιοτικό) να είναι το απόλυτο metal καψουροτράγουδο, Fragile Dreams.
Ο δίσκος έτυχε ευρείας αποδοχής από κοινό και κριτικούς. Είναι, λοιπόν, ακόμη πιο παράδοξο που πάνω στο ζενίθ τους, οι Anathema χώρισαν τα τσανάκια τους. Συγκεκριμένα, ο Ντάνκαν Πάτερσον (ο οποίος, θυμίζω, έχει γράψει το 60% του δίσκου) έφυγε για άλλες μουσικές ατραπούς. Θυμάμαι σε μια συνέντευξή του τον Ντάνι να λέει πως ο Ντάνκαν απαιτούσε να βγαίνουν και να παίζουν σαν τη Μάρθα Βούρτση και τον Ξανθόπουλο μαζί, αλλά οι υπόλοιποι δεν γούσταραν να το παίζουν πιο καταθλιπτικοί απ’ ό,τι ήδη ήταν (σε ελεύθερη απόδοση τα παραπάνω).
Οι μουσικές ανησυχίες του Ντάνκαν Πάτερσον βρήκαν διέξοδο στο πολύ αξιόλογο ambient/experimental project του με τίτλο Antimatter. Ορισμένα από τα τραγούδια του θα ταίριαζαν γάντι σε ταινία του Ντέιβιντ Λιντς. Πλέον παίζει σε μια μπάντα με όνομα… Alternative 4.
Το Alternative 4 καθιέρωσε τους Anathema στις προτιμήσεις του ελληνικού κοινού. Η συνέχειά του, το Judgement («Τζούτζμεντ» στα Λιβερπουλιανά) που κυκλοφόρησε έναν χρόνο μετά, το 1999, αποτελεί φυσική συνέχεια του Alternative 4. Ο δίσκος έχει κάποιες δυνατές στιγμές: Deep, One Last Goodbye (το οποίο έγραψαν επίσης για τη μάνα τους και κατά τη γνώμη μου είναι το πιο δυνατό και βαρύ metal μοιρολόι που έχει γραφτεί ποτέ, μαζί με το For My Fallen Angel των My Dying Bride), Parisienne Moonlight, Judgement. Η απουσία, όμως, του Πάτερσον και αυτού του διαφορετικού που συνεισέφερε στην μπάντα – ως συνθέτης πάντα – είναι αισθητή.
Από εκεί και πέρα, οι αδελφοί Κάβανο (γιατί, κακά τα ψέματα, αφότου έφυγε ο Πάτερσον, όταν λέμε Anathema εννοούμε τους αδελφούς Κάβανο) έπαθαν The Gathering και το γύρισαν στο καθαρό alternative rock, με το A Fine Day to Exit, του 2001. Προσωπικά εγώ δεν ήμουν ακόμη έτοιμος να τους ακολουθήσω σε αυτό τους το ταξίδι, οπότε κάπου εκεί τους φίλησα σταυρωτά, τους ευχαρίστησα για τα όσα υπέροχα με είχαν κάνει να νιώσω και κατέβηκα από το τρένο.
Παραβγήκε μεγάλο το κείμενο, αλλά στον μπούτσο μου. Δεν υπήρχε περίπτωση να έκανα half-assed παρουσίαση σε ένα συγκρότημα που μπόρεσε να μου ξυπνήσει συναισθήματα όσο λίγα. Παραδόξως, εκείνη την εποχή αντάλλαξα το CD του Alternative 4 με το Cruelty and the Beast των Cradle of Filth. Δεν το μετανιώνω, όμως, γιατί το Cruelty έγινε τελικά ο αγαπημένος μου δίσκος όλων των εποχών (ναι, βάζω μέσα και δίσκους όπως το Thriller του Μάικλ Τζάκσον, το Aqualung των Jethro Tull και το Battle Magic των Bal-Sagoth).
Με λύπη μου βλέπω ότι ο Ντάνι Κάβανο έχει αρχίσει να ξεπουλά τα μουσικά του όργανα και εξοπλισμό (τον ακολουθώ στο Facebook). Η πανδημία τούς χτύπησε γερά, αλλά πρόσφατα ξεκίνησε μια gofundme campaign που ελπίζω να πάει καλά. Ακόμη κι αν είχαν διαλυθεί μετά το Judgement και είχαν γίνει ασφαλιστές, θα μου είχαν ήδη χαρίσει πολλά περισσότερα από πολλές άλλες μπάντες.
Το ταξίδι μας στα μεταλλικά μνημεία της δεκαετίας του 1990 θα συνεχιστεί στη Γηραιά Αλβιώνα (όπως λένε οι αθλητικογράφοι τη Μεγάλη Βρετανία γιατί το είχε πει κάποτε ο Σωτηρακόπουλος και τους άρεσε), και συγκεκριμένα σε ένα άλλο πασίγνωστο λιμάνι, γύρω στα 200 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Λίβερπουλ. Ευχαριστώ όσους βρήκατε το κουράγιο να με διαβάσετε και τα ξαναλέμε σύντομα!