Είδος: Adventure
Εταιρεία Ανάπτυξης: King Art
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: Δεκέμβριος 2013
Πλατφόρμα: PC
Πάνε τρεις μέρες τώρα που ξυπνάει και κοιμάται με το μεγάλο, πράσινο κουτί στο πλάι του. Γνωρίζει απ’ έξω κάθε λεπτομέρεια της πολύχρωμης, ζωηρής εικόνας που κοσμεί το μπροστινό του μέρος. Έχει εξοικειωθεί μέχρι και με τους όρους της εγγύησης που αναγράφονται με μικροσκοπικά γράμματα στο εγχειρίδιο. Αν, δε, έβλεπε κανείς πώς έχει καταντήσει τον διπλό ροζ κύκλο με τα μισά πρόσωπα που λειτουργεί ως σύστημα προστασίας από αντιγραφές, θα νόμιζε ότι έχει το παιχνίδι εδώ και χρόνια.
Η αλήθεια είναι, όμως, ότι δεν το έχει δει καν ακόμη. Στο κουτί αναγραφόταν μία λεπτομέρεια την οποία δεν πρόσεξε όταν το αγόρασε. Το παιχνίδι απαιτεί ένα «μεγαμπάιτ μνήμης» (ό,τι κι αν είναι αυτό) για να παίξει. Ο πατέρας του δεν μπορούσε να μην του κάνει τη χάρη να το παραγγείλει, αλλά είναι ήδη Σάββατο απόγευμα και για να μην τον έχουν πάρει τηλέφωνο μέχρι τώρα, σημαίνει ότι θα πρέπει να περιμένει μέχρι τη Δευτέρα. Ένα από τα λίγα Σάββατα της ζωής του που δεν πρόκειται να χαρεί όσο θα ήθελε… να όμως που χτυπάει το τηλέφωνο! Διακτινίζεται από το δωμάτιό του μέχρι το σαλόνι, καταρρίπτοντας μερικά ολυμπιακά και παγκόσμια ρεκόρ στο μεταξύ. Και ναι, είναι το τηλεφώνημα που περίμενε! Το «μεγαμπάιτ» έχει φτάσει και τον περιμένει στο μαγαζί, στον πρώτο όροφο του Ionia Center από όπου αγόρασε και την Amiga του. Το κατάστημα θα παραμείνει ανοικτό μέχρι τις οκτώ, μπορεί να περάσει να το πάρει οποιαδήποτε στιγμή μέχρι τότε. Αλλιώς, από Δευτέρα… έλα όμως που οι γονείς του λείπουν για ψώνια! Κινητά δεν υπάρχουν ακόμη, οπότε δεν έχει παρά να περιμένει να γυρίσουν, πηγαίνοντας πάνω κάτω στο χολ του σπιτιού του σαν τον βαρυποινίτη.
Τα δευτερόλεπτα φαντάζουν ώρες και με κάθε κίνηση του λεπτοδείκτη τον λούζει όλο και περισσότερος κρύος ιδρώτας. Ώσπου χτυπάει το κουδούνι! Τινάζεται ακαριαία στο θυροτηλέφωνο, καταρρίπτοντας το προηγούμενο ρεκόρ του. Οι διαμαρτυρίες των γονιών του κάμπτονται εντός τριάντα δευτερολέπτων και ο πατέρας του τρέχει κακήν κακώς στο Ionia Center για να παραλάβει το «μεγαμπάιτ». Μία ώρα μετά, κάθεται περιχαρής μπροστά στην Amiga του. Η δισκέτα με την ένδειξη «1/4» μπαίνει στο drive. Λίγα λεπτά αργότερα, ένα ανθρωπάκι πετάγεται από τη δεξιά άκρη της οθόνης. «Hi! My name’s Guybrush Threepwood, and I want to be a pirate!».
Ως ενήλικες, πολλά από τα πράγματα που μας συγκινούσαν ως παιδιά τα θεωρούμε χαμένα για πάντα. Παρόλα αυτά – χωρίς να ξέρω αν αυτό ισχύει για όλους – εγώ προσωπικά βρίσκω από καιρού εις καιρόν κάτι που να μου ξυπνάει τον ίδιο παιδικό ενθουσιασμό. Στη λίστα αυτών των πραγμάτων προστέθηκε λίγα λεπτά πριν ξεκινήσω να γράφω αυτή την παρουσίαση και το The Book of Unwritten Tales: The Critter Chronicles, το οποίο ήρθε για να συμπληρώσει το τοπ 5 των αγαπημένων μου adventures, μαζί με τα δύο πρώτα Monkey Island, το The Longest Journey και το Gray Matter. Ας δούμε, όμως, πιο αναλυτικά το παιχνίδι.
Όπως είχα αναφέρει στο τέλος της παρουσίασης του The Book of Unwritten Tales, το Critter Chronicles ήταν ήδη στα σκαριά από τότε. Πρόκειται για prequel του αρχικού παιχνιδιού και όπως καθίσταται σαφές από τον τίτλο του, εστιάζει στον Critter, τον τέταρτο playable χαρακτήρα του Book of Unwritten Tales. Προσωπικά, αυτό με προδιάθεσε αρνητικά γιατί είχα βρει τον Critter αρκετά ενοχλητικό στο πρώτο παιχνίδι. Μου θύμιζε τον Jar Jar Binks, αν και για να μην τον αδικώ, κανένας φανταστικός χαρακτήρας δεν θα μπορούσε να είναι πιο εκνευριστικός από αυτό το ανοσιούργημα των βεβηλωτών του Πολέμου των Άστρων. Εξεπλάγην ευχάριστα, λοιπόν, όταν ανακάλυψα ότι βασικός πρωταγωνιστής του παιχνιδιού δεν είναι ο Critter, αλλά ο Nate, ο μισθοφόρος του πρώτου παιχνιδιού ο οποίος τύχαινε να είναι ο αγαπημένος μου χαρακτήρας, ενώ επιπλέον θεωρώ ότι το κομμάτι της ιστορίας στο οποίο ελέγχαμε αυτόν ήταν το πιο έξυπνο και διασκεδαστικό του παιχνιδιού.
Η αρχή του Critter Chronicles βρίσκει τον Nate να έχει μόλις διαφύγει από το λημέρι των πειρατών, έχοντας μάλιστα κερδίσει το φημισμένο αερόπλοιο του αρχηγού τους, το «Mary», στα χαρτιά. Μία εξέλιξη η οποία δεν άρεσε καθόλου στον αρχιπειρατή, ο οποίος επικήρυξε τον Nate προσφέροντας μια ιδιαίτερα δελεαστική αμοιβή σε όποιον θα τον έφερνε πίσω ζωντανό ώστε να μπορέσει να τον περιποιηθεί καταλλήλως. Η αμείλικτη κυνηγός επικηρυγμένων, Ma’Zaz, εντοπίζει και συλλαμβάνει τον Nate, ο οποίος τελικά καταφέρνει να διαφύγει, συντρίβοντας, όμως, το Mary στα παγωμένα Northlands. Εκεί, ο Nate θα συναντήσει τους εξωγήινους ναυαγούς Critters, τους οποίους εκβιάζει ένας σατανικός μάγος προκειμένου να του φτιάξουν ένα όπλο που θα τον βοηθήσει να κατακτήσει τον κόσμο. Στην πορεία της περιπέτειας, ο Nate θα έρθει αντιμέτωπος με δεκάδες κινδύνους, εμπόδια και προκλήσεις, με πρώτη και καλύτερη την ίδια του την απληστία, για να καταλήξει στο τέλος να απαλλαχθεί από τον εγωισμό του και να εκτιμήσει την αξία της αληθινής φιλίας.
Πριν αρχίσετε το κράξιμο, να τονίσω ότι αναγνωρίζω το «Ντισνεϊκό» και πολιτικά ορθό ύφος της παρουσίασης του σεναρίου. Αυτό, όμως, είναι και ένα από τα πλεονεκτήματα του παιχνιδιού. Κόντρα στη μόδα της εποχής που τα θέλει όλα σκοτεινά και μίζερα, το Critter Chronicles παρέχει στον παίκτη μία κατά βάση ανάλαφρη (με την καλή έννοια) και «χαρωπή» εμπειρία, τόσο μέσω της ιστορίας και των διαλόγων του, όσο και μέσω των ζωηρών και πολύχρωμων γραφικών του. Όλα αυτά, βέβαια, εμποτισμένα με μία γερή δόση πανέξυπνης σάτιρας, αυτή τη φορά, όμως, περισσότερο γενικής παρά εξειδικευμένης, όπως ήταν αυτή του πρώτου μέρους της σειράς. Οι σπόντες για πρόσωπα και καταστάσεις δίνουν και παίρνουν ανελλιπώς στο παιχνίδι, κυρίως μέσω των σχολίων του Nate, με αποκορύφωμα το ανελέητο κράξιμο στην PETA (και μόνο για αυτό, το παιχνίδι κερδίζει ένα βαθμό επιπλέον από μένα).
Η γενική ιδέα του παιχνιδιού όσο και η εξέλιξη αυτής διά μέσω της πλοκής είναι μεν κοινότοπες, αλλά εξυπηρετούν μια χαρά το σκοπό τους, δηλαδή τη διατήρηση του ενδιαφέροντος του παίκτη μέχρι το τέλος. Τονίζω, όμως, ότι δεν θα πρέπει να περιμένετε καμία τρομερή σεναριακή ανατροπή. Αν μου ζητούταν να χαρακτηρίσω το παιχνίδι χρησιμοποιώντας κινηματογραφικούς όρους, θα επέλεγα σίγουρα τη φράση «κωμική περιπέτεια», με έμφαση στο «κωμική». Γενικά, πέρα από τη σάτιρα, το χιούμορ είναι διάχυτο στο παιχνίδι με τις ατάκες του Nate να κυμαίνονται από έξυπνες μέχρι ξεκαρδιστικές στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων.
Εκεί που το παιχνίδι υστερεί σε σχέση με τον προκάτοχό του (αλλά όχι και σε σχέση με άλλα adventures), είναι η πληθώρα χαρακτήρων και περιοχών που χαρακτήριζαν το δεύτερο. Θυμίζω ότι στο Book of Unwritten Tales διαχειριζόμασταν τέσσερις διαφορετικούς χαρακτήρες (συμπεριλαμβανομένων των Nate και Critter), ενώ επισκεπτόμασταν δεκάδες τελείως διαφορετικές περιοχές και συναντούσαμε άλλους τόσους ξεχωριστούς χαρακτήρες. Η τεράστια ποικιλία αυτών των τομέων περιορίζεται σημαντικά στο Critter Chronicles, κάνοντάς το να φαντάζει «λειψό» κατά την αναπόφευκτη σύγκριση μεταξύ των δύο. Παρόλα αυτά, το περιεχόμενό του κρίνεται αρκετό για να ικανοποιήσει και τον πιο απαιτητικό φίλο των adventures. Δυστυχώς, το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για τη διάρκειά του η οποία είναι όχι μόνο σημαντικά μικρότερη του πρώτου μέρους της σειράς, αλλά προσωπικά θα τη χαρακτήριζα μέτρια σε γενικότερο επίπεδο. Το παιχνίδι το τερμάτισα σε κάτι λιγότερο από επτά ώρες, ενώ το Book of Unwritten Tales μου είχε πάρει γύρω στις δώδεκα! Αυτό, ευτυχώς, είναι και το μόνο αρνητικό στοιχείο που έχω να προσάψω στο παιχνίδι.
Πριν ξεκινήσουμε την περιπέτεια μάς δίνεται η δυνατότητα να επιλέξουμε ανάμεσα σε τρία επίπεδα δυσκολίας, εύκολο, μεσαίο και δύσκολο. Προσωπικά επέλεξα το δύσκολο, στο οποίο απενεργοποιείται η επιλογή θέασης των hot spots, την οποία προφανώς ενεργοποίησα χειροκίνητα αμέσως μετά αφού όπως έχω πει αρκετές φορές, το pixel hunting είναι για τα hidden object games, όχι για τα adventures. Τα adventures ήταν, είναι και πρέπει να συνεχίσουν να είναι παιχνίδια επίλυσης γρίφων. Σε αυτόν τον τομέα, ευτυχώς, το Critter Chronicles τα πάει περίφημα. Όσον αφορά στη δυσκολία τους, θα χαρακτήριζα τους γρίφους του παιχνιδιού αρκετά δύσκολους, ειδικά αυτούς που καλούμαστε να λύσουμε στον πύργο του Αρχιμάγου. Όσον αφορά στο περιεχόμενό τους, πιστεύω ότι το επίθετο «συνδυαστικοί» τούς εκφράζει απόλυτα. Στην πλειοψηφία τους απαιτούν τόσο αλληλεπίδραση αντικειμένων όσο και αλληλεπίδραση χαρακτήρων προκειμένου να τους λύσετε, ενώ αρκετοί από αυτούς συνδυάζονται και μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα περίπλοκο πλέγμα που θα δυσκολέψει αρκετά τον μέσο παίκτη. Αντίστοιχα μεγάλη, βέβαια, είναι και η ηθική ικανοποίηση που μας παρέχει η επίλυσή τους.
Παίζοντας το παιχνίδι μού ερχόταν κατά νου συνεχώς το πρόσφατο Chronicles of Zerzura ως ιδανικό αντιπαράδειγμα. Στο Zerzura παλεύαμε απλά με τα αντικείμενα του inventory μας, μέχρι να καταλήξουμε – συνήθως κατά τύχη – στη λύση του εκάστοτε γρίφου. Στο Critter Chronicles, βίωσα ξανά μετά από αρκετό καιρό (συγκεκριμένα από το Gray Matter έχω να νιώσω κάτι τέτοιο), την εμπειρία του να εντοπίζω τη λύση στο μυαλό μου και μετά να γεύομαι την ικανοποίηση της επιτυχούς υλοποίησής της. Καλό θα ήταν να έπαιρναν μαθήματα δημιουργικότητας οι σχεδιαστές της Cranberry Production από τους συμπατριώτες τους της King Art. Τα adventures τους θα ανέβαιναν αυτόματα πολλά επίπεδα έτσι. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, οι γρίφοι του Critter Chronicles – ή καλύτερα οι επιλύσεις αυτών – είναι κι αυτές παράλογες, μέσα, όμως, στο εντελώς παρανοϊκό πλαίσιο του παιχνιδιού, φαντάζουν λογικές. Προφανώς δεν μπορώ να επεκταθώ περισσότερο σε αυτό προς αποφυγή των spoilers, οπότε θα αναφέρω για άλλη μια φορά το κλασικό παράδειγμα του συνδυασμού της μαϊμούς με την αντλία στο Monkey Island 2. Ένας γρίφος που χαρακτηρίζει απόλυτα την πλειοψηφία των γρίφων του Critter Chronicles.
Όπως θα θυμάστε, και η King Art έχει επιλέξει την επάρατη 2,5D τεχνική απεικόνισης για τα δημιουργήματά της. Παρόλα αυτά, όμως, κατάφερε να εντυπωσιάσει μέχρι κι έναν ανελέητο πολέμιό της – όπως είμαι εγώ – με τα αποτελέσματα. Τα δυσδιάστατα φόντα είναι ακριβώς αυτό – φόντα – και δεν συμμετέχουν καθόλου στη δράση. Όλα τα διαδραστικά αντικείμενα του περιβάλλοντος διαθέτουν τρεις διαστάσεις με αποτέλεσμα οι αλληλεπιδράσεις των χαρακτήρων μαζί τους να φαντάζουν απόλυτα φυσικές, προσδίδοντας μία – κυριολεκτικά- ανεπανάληπτη (για adventure) κινηματογραφική αισθητική στο παιχνίδι. Τα δε τρισδιάστατα μοντέλα των χαρακτήρων είναι λεπτομερέστατα και ξεχωριστά, υποστηρίζοντας το βάρος τους και δίνοντάς τους πνοή και ζωντάνια. Το εικαστικό κομμάτι είναι για άλλη μια φορά πανέμορφο, παρότι ορισμένες οθόνες στα Northlands φαντάζουν γυμνές σε σχέση με τα εκθαμβωτικά λεπτομερή φόντα του πρώτου παιχνιδιού.
Στον ηχητικό τομέα τώρα, το παιχνίδι κρίνεται τουλάχιστον άρτιο όσον αφορά στη μουσική και τα ειδικά εφέ. Οι δε ερμηνείες των ηθοποιών είναι τουλάχιστον δέκα κλάσεις ανώτερες από τις αντίστοιχες π.χ. των παιχνιδιών της Deadalic και της Cranberry. Είχα λατρέψει τη φωνή του Nate από το πρώτο παιχνίδι, κυρίως γιατί μου θύμιζε αυτή του ημίθεου Μπρους Κάμπελ. Κατενθουσιάστηκα, λοιπόν, αφού αντιλήφθηκα ότι προσέλαβαν τον ίδιο ηθοποιό για να τον υποδυθεί. Γενικά, λοιπόν, για τον τεχνικό τομέα δεν έχω καμία ένσταση, εκτός ίσως από την ίδια που είχα και στο πρώτο Book: Τα αντικείμενα του inventory συχνά χάνονται μέσα στα πολύχρωμα φόντα. Θα πρότεινα στους σχεδιαστές της King Art να του βάλουν ένα σκούρο φόντο την επόμενη φορά. Και πάλι, όμως, μικρό το κακό.
Αν και ίσως ακουστεί ψωνισμένη η ακόλουθη πρόταση, παίζοντας το παιχνίδι ένιωσα ότι η King Art κάθισε και διάβασε ό,τι παρουσίαση έχω γράψει, κράτησε σημειώσεις και φρόντισε να διορθώσει τα κακώς κείμενα. Πρακτικά, όλα τα παράπονα που έχω εκφράσει κατά καιρούς για τα σύγχρονα adventures απουσιάζουν από το Critter Chronicles, καθιστώντας το μία ιδιαίτερα ευχάριστη gaming εμπειρία και παράδειγμα προς μίμηση για όλες τις εταιρείες του χώρου. Μόνος του σοβαρός αντίπαλος είναι ο προκάτοχός του από τον οποίο παρουσιάζει βελτίωση σε όλους τους τομείς, εκτός από τη διάρκεια και την ποικιλία του. Επιπλέον, αυτή τη φορά οι σχεδιαστές της King Art κατάφεραν να παραμερίσουν το προφανές κόλλημά τους με το Monkey Island (το πρώτο παιχνίδι ήταν σε μεγάλο βαθμό φόρος τιμής στο κλασικό παιχνίδι του Ρον Γκίλμπερτ), χαρίζοντας στο δημιούργημά τους μία πιο ξεχωριστή ταυτότητα. Το προτείνω με κλειστά τα μάτια σε όλους τους φίλους των adventures.