Alan Wake

Είδος: Survival Horror
Εταιρεία Ανάπτυξης: Remedy Entertainment
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: Μάιος 2010
Το έπαιξα σε: PC

Εισαγωγή

Το Alan Wake είχε μπει στο ραντάρ μου πολύ καιρό πριν κυκλοφορήσει για το XBOX 360. Αφενός γιατί ανήκε στο λατρεμένο μου είδος του Survival Horror, αφετέρου γιατί οι δημιουργοί του συμμετείχαν στην ανάπτυξη του θρυλικού και επίσης λατρεμένου Max Payne, ενός παιχνιδιού που ξέρω σαν την τσέπη μου, αφού είχα την ατυχή έμπνευση να προσπαθήσω να το τερματίσω στο μέγιστο επίπεδο δυσκολίας. Τα κατάφερα τελικά βέβαια, αλλά με τόσα καντήλια που κατέβασα, είμαι σίγουρος ότι έχω ήδη παραγκωνίσει τον Count Grishnackh από το πλευρό του Βελζεβούλη.

Παρότι διαθέτω το παιχνίδι τόσο στο XBOX 360 όσο και στο Steam εδώ και έξι χρόνια, αξιώθηκα να το τερματίσω – μαζί με το expansion του με υπότιτλο American Nightmare – μόλις φέτος το Πάσχα. Ο λόγος δεν έχει να κάνει με την ποιότητα του παιχνιδιού η οποία – spoiler alert – είναι γαμάτη, αλλά είναι καθαρά προσωπικός. Απλά, για κάποιο λόγο, πριν παίξω ένα παιχνίδι που ξέρω ότι θα με σημαδέψει σαν gamer και σαν άνθρωπο, με πιάνει ένα περίεργο πράγμα να θέλω να είναι ευθυγραμμισμένοι οι πλανήτες, να έχει πει καλό λόγο αμιγκάς για τον Atari ST, να έχει βγει για ποτάκι ο Guybrush με τον Larry και τα λοιπά.

Τέλος πάντων, ας αφήσουμε τον λόγο που άργησα να το τερματίσω κι ας πάμε στον λόγο που αποφάσισα να το παρουσιάσω. Για άλλη μια φορά, δεν είναι ο σκοπός μου να σας ενημερώσω αν αξίζει να αγοράσετε ένα παιχνίδι που κοντεύει να κλείσει τα δέκα χρόνια. Περισσότερο το κάνω για να έχω ένα δικό μου αναμνηστικό, αλλά και για να μη χρειαστεί να ξαναπαίξω το παιχνίδι, αν τελικά αποφασίσουν ποτέ οι της Remedy να συνεχίσουν κάποτε τη σειρά. Τώρα βέβαια, αν κάποιοι έτυχε να το προσπεράσατε όταν πρωτοβγήκε και αυτή η παρουσίαση γίνει ο λόγος να το δοκιμάσετε, τότε περισσότερο καλό κάρμα για μένα.

Η παρουσίαση θα ακολουθήσει πάνω κάτω το φορμάτ των παρουσιάσεων που είχα κάνει για τα δύο Syberia, δηλαδή πρώτα θα κάνω ένα πατροπαράδοτο spoiler free review και μετά θα αναφερθώ συνοπτικά στην πλοκή του παιχνιδιού. Για πάμε λοιπόν!

Σενάριο

Το σενάριο του παιχνιδιού εκτυλίσσεται στην ειδυλλιακή αμερικανική κωμόπολη του Bright Falls. Εμείς αναλαμβάνουμε τον ρόλο του διάσημου συγγραφέα νουάρ αστυνομικών μυθιστορημάτων, Alan Wake. Μετά από πέντε best seller με πρωταγωνιστή τον στερεοτυπικό καμένο μπάτσο Alex Casey, ο Άλαν τολμά να πάρει την απόφαση να σκοτώσει την κότα με τα χρυσά αβγά, σε μία προσπάθεια να εξελίξει την τέχνη του. Δυστυχώς, αυτό αποδεικνύεται πιο εύκολο στα λόγια παρά στην πράξη, αφού ταλανίζεται από ένα writer’s block που θα ζήλευε κι ο George R. R. Martin.

Μην αντέχοντας να τον βλέπει να βασανίζεται, η σύζυγός του η Alice οργανώνει διακοπές έκπληξη στην προαναφερθείσα κωμόπολη, ελπίζοντας ότι λίγος καιρός μακριά από τα φώτα τις δημοσιότητας και την πίεση του ατζέντη του, θα βοηθήσει τον Άλαν να ανακτήσει ξανά την έμπνευσή του.

Και τι πιο απομονωμένο και ήσυχο από ένα σαλέ στη μέση ενός μικροσκοπικού νησιού στη μέση μιας λίμνης, η οποία συνδέεται με την ενδοχώρα μόνο μέσω μιας ξύλινης κρεμαστής γέφυρας.

Δυστυχώς, τα πράγματα πάνε στραβά πριν καν προλάβουν να πατήσουν πόδι για τον ίδιο λόγο που πάνε στραβά από τότε που η Εύα είπε «Έλα μωρέ, υπερβάλει ο Θεός. Τι θα γίνει αν φάμε ένα μηλαράκι». Ανεπιθύμητη γυναικεία πρωτοβουλία. Πιο αναλυτικά, ενώ ο Άλαν της είχε πει ρητά και κατηγορηματικά ότι δεν ήθελε να γράψει ούτε τα αρχικά του όσο ήταν σε διακοπές, η Alice τον έγραψε εκεί που δεν πιάνει μελάνι γιατί ως γνωστόν «οι γυναίκες ξέρουν καλύτερα», και έφερε στο σαλέ τη γραφομηχανή του για να την έχει διαθέσιμη αν τυχόν του έρθει η έμπνευση.

Μετά το αναμενόμενο καυγαδάκι, ο Άλαν βγαίνει έξω για να μην πει καμιά βαριά κουβέντα, αλλά εκεί που αντιλαμβάνεται ότι ήταν λίγο drama queen, πέφτει το ρεύμα και το σαλέ βυθίζεται στο σκοτάδι. Σειρά της Alice να γίνει drama queen, με σοβαρό ελαφρυντικό όμως, τη φοβία της για το σκοτάδι.

Ο Άλαν τρέχει να τη βοηθήσει, αλλά συνειδητοποιεί έντρομος ότι – άγνωστο πώς – η Alice έχει καταλήξει στα νερά της λίμνης. Χωρίς δεύτερη σκέψη βουτάει για να τη σώσει, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να χάσει τις αισθήσεις του.

Λίγες στιγμές μετά συνέρχεται μέσα σε ένα αυτοκίνητο το οποίο κρέμεται πάνω από έναν γκρεμό, με τον ίδιο να έχει χτυπήσει το κεφάλι του και να μην έχει ιδέα πώς βρέθηκε εκεί. Μην έχοντας άλλη επιλογή, ο Άλαν κινάει για το βενζινάδικο που φαίνεται ίσα πέρα, ελπίζοντας να βρει απαντήσεις για την κατάστασή του και – κυρίως – για το τι απέγινε η Alice.

Καθόλου creepy η θείτσα.

Πιστεύω είναι προφανές πως το σενάριο και η πλοκή του Alan Wake βρομάνε Στίβεν Κινγκ από χιλιόμετρα. Λόγω της ιδιότητας του πρωταγωνιστή το μυαλό των περισσότερων θα πάει αναπόφευκτα στο Secret Window, αλλά στην πραγματικότητα είναι πιο κοντά σε μυθιστορήματα όπως το Tommyknockers και το Dreamcatcher. Παρόλα αυτά, ο Sam Lake, ψευδώνυμο του Φινλανδού Sami Antero Jarvi ο οποίος πέρα από το Alan Wake έχει γράψει επίσης τα δύο πρώτα Max Payne, ενώ έχει δώσει και τη φάτσα του στον Max στο πρώτο παιχνίδι της σειράς, κατάφερε να αφήσει το προσωπικό του στίγμα σε ένα κατά την ταπεινή μου γνώμη πανέξυπνο concept.

Η πλοκή του Alan Wake κλιμακώνεται ομαλότατα, ενώ όσο πλησιάζουμε προς το τέλος το παιχνίδι αρχίζει να «Silenthillίζει» επικίνδυνα, χωρίς φυσικά να είναι κακό αυτό. Το μεγαλύτερο στοίχημα των σεναριογράφων ενός παιχνιδιού είναι να καταφέρουν να διατηρήσουν σε υψηλά επίπεδα την αφηγηματική του ένταση, πράγμα καθόλου εύκολο για ένα μέσο διάρκειας 15 και βάλε ωρών. Η Remedy έλυσε το πρόβλημα χωρίζοντας την ιστορία σε επεισόδια, ένα format το οποίο λύνει τα χέρια σε όποιον θέλει να ξεχειλώσει ένα στόρι σε βάθος χρόνου. Σιγά τα ωά θα μου πείτε, αλλά θα σας θυμίσω ότι το 2010 που κυκλοφόρησε το Alan Wake, το episodic gaming ήταν αν όχι πρωτοφανές, σίγουρα πολύ καινούργιο ακόμη. Έτσι, η Remedy κατάφερε – πάλι κατά την ταπεινή μου γνώμη – να βρει το άγιο δισκοπότηρο οποιουδήποτε αφηγηματικού μέσου, δηλαδή τον συνδυασμό ενός έξυπνου concept με συναρπαστική πλοκή.

Έξυπνη, όμως, ήταν και προσέγγιση του American Nightmare. Με το μυστήριο να έχει μέσες άκρες λυθεί στο κυρίως παιχνίδι, μια λογική τύπου «ξεπλύντε και επαναλάβετε» δεν ήταν στις επιλογές των Φινλανδών. Συνεπώς επιλέχθηκε η λογική του mindfuck. Αν δεν γνωρίζετε αυτό το ιδίωμα, σας παραπέμπω σε ταινίες όπως το θρυλικό πλέον Memento του Κρίστοφερ Νόλαν και το τέζα υποτιμημένο, αλλά αριστουργηματικό Predestination με τον Ίθαν Χοκ.

Επιπλέον, οι σχεδιαστές του expansion είχαν την εξυπνάδα να αλλάξουν εντελώς το setting του παιχνιδιού, κι έτσι από την πνιγμένη στα δάση πολιτεία της Ουάσινγκτον μεταφερόμαστε στην ξεραΐλα της Αριζόνα. Η προσωπική μου εκτίμηση και για το expansion – όσον αφορά στο σενάριό του τουλάχιστον – είναι επίσης πολύ θετική, αφού με κράτησε κολλημένο στην οθόνη του PC μου μέχρι να το τερματίσω, παρά τα προφανή shortcuts που πήραν οι της Remedy ώστε να μην καταντά τρομερά βαρετό κι επαναλαμβανόμενο. Πρέπει, όμως, να τονίσω ότι παρότι αποτελεί συνέχεια του κυρίως παιχνιδιού, το American Nightmare δεν πιάνει ούτε κατά διάνοια τα στάνταρντ που έθεσε το Alan Wake όσον αφορά στην αγωνία, στην ατμόσφαιρα και στον τρόμο.

Gameplay

Όπως καθίσταται σαφές από την εισαγωγή κιόλας του παιχνιδιού, τα πάντα στο παιχνίδι περιστρέφονται γύρω από το δίπολο φως – σκοτάδι. Το σκοτάδι φυσικά πάντα παίζει τεράστιο ρόλο σε όλα τα παιχνίδια τρόμου και επιβίωσης, αλλά εδώ παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο, αφού ουσιαστικά είναι ο εχθρός μας, ενώ αντίστοιχα το φως γίνεται όπλο μας.

Πιο συγκεκριμένα, η παραλλαγή των ζόμπι που αντιμετωπίζουμε στο Alan Wake ακούει στο όνομα Taken. Πρόκειται για ανθρώπους που έχει κυριεύσει το σκοτάδι και που τους έχει στείλει στο κατόπι μας. Τούς περιβάλλει μία ασπίδα από σκοτάδι, την οποία πρέπει να εξουδετερώσουμε εκθέτοντάς τους στο φως του φακού μας, πριν μπορέσουν να έχουν επίδραση πάνω τους οι σφαίρες του εκάστοτε όπλου που κουβαλάμε.

Αυτός ο συνδυασμός φωτός και πυρός καθιστά το gameplay του Alan Wake κατά τι πιο ενδιαφέρον και ποικίλο από αυτό αντίστοιχων παιχνιδιών, ειδικά στις πιο προχωρημένες πίστες του παιχνιδιού όπου το οπλοστάσιό μας είναι πιο πλούσιο και οι καταστάσεις που αντιμετωπίζουμε πιο περίπλοκες.

Φυσικά, από έναν survival horror τίτλο δεν θα μπορούσε να λείπει το scavenging. Χωρίς να είναι για κανένα λόγο εξίσου ενδιαφέρον και πολυποίκιλο όσο αυτό του Last of Us, το scavenging, για όσους τολμήσουν να βγουν από την πεπατημένη, επιφυλάσσει σημαντικές ανταμοιβές, τόσο πρακτικές – δηλαδή πυρομαχικά και όπλα – όσο και υπό τη μορφή Easter Eggs. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στις σελίδες του μυθιστορήματος που βρίσκει διάσπαρτες στην ύπαιθρο του Bright Falls ο Άλαν, οι οποίες κλείνουν κάποιες τρύπες της πλοκής και ενισχύουν την ατμόσφαιρα του παιχνιδιού.

Καινοτόμο, τρομακτικό, συναρπαστικό, το gameplay του Alan Wake έδωσε πνοή σε ένα κουρασμένο είδος βιντεοπαιχνιδιών. Πέρα όμως από τις όποιες πρωτοτυπίες, εξαιρετική είναι και η εξέλιξη και η διαφοροποίηση του gameplay σε συνάρτηση με τον χρόνο, πράγμα που σε συνδυασμό με την εξέλιξη της ιστορίας ενισχύει τρομερά την όλη εμπειρία.

Στο American Nightmare πάλι, έχει δοθεί μια τεράστια έμφαση στη δράση, σε σημείο που το παιχνίδι θυμίζει περισσότερο έναν καθαρόαιμο action τίτλο όπως είναι το Max Payne, παρά έναν survival horror τίτλο στους οποίους συνήθως προσπαθούμε να αποφεύγουμε τις μάχες παρά να βγάζουμε τα γκάνια μας κι όποιον πάρει ο Χάρος.

Απόδειξη των λεγόμενών μου αποτελεί και η υπερβολική αφθονία όπλων και πυρομαχικών, η οποία καθιστά το scavenging – άλλο ένα χαρακτηριστικό συνυφασμένο με τo survival horror ιδίωμα – πρακτικά άχρηστο. Ο μόνος λόγος για να βγαίνουμε από την πεπατημένη είναι για να βρίσκουμε σελίδες, οι οποίες μάλιστα αυτή τη φορά γράφουν μόνο κάποιες γενικές και βαρετές πληροφορίες, αλλά αν συλλέξουμε αρκετές από δαύτες μπορούμε να ξεκλειδώσουμε κάποια από τα πιο ισχυρά όπλα του παιχνιδιού.

Στο Alan Wake, το scavenging εξυπηρετεί δύο σκοπούς: Την αναπλήρωση των πυρομαχικών μας και τη συμπλήρωση των κενών της ιστορίας υπό τη μορφή των σελίδων ενός μυθιστορήματος.

Τεχνικός τομέας

Θα ήταν υπερβολή να πω ότι δεν δείχνει τα χρονάκια του το Alan Wake, αλλά από την άλλη θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι βρήκα τα γραφικά του κάτι λιγότερο από πανέμορφα. Η επαρχία της πολιτείας της Ουάσινγκτον προσφέρεται όσο λίγα μέρη στον κόσμο για μια ιστορία τρόμου, ενώ το Bright Falls και τα περίχωρά του έχουν σχεδιαστεί με εκπληκτική λεπτομέρεια, εκτοξεύοντας την εμβάπτιση του παίκτη στα ύψη… ή μάλλον στα βάθη. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στα οπτικά εφέ που έχουν να κάνουν με την αλληλεπίδραση του φωτός και του σκότους, τα οποία κάνουν τον παίκτη να νιώθει στο πετσί του τον αντίκτυπο των επιθέσεών του στους Taken.

Φυσικά, σε έναν τίτλο τρόμου και επιβίωσης, ο ήχος είναι το άλφα και το ωμέγα. Ευτυχώς, οι υπεύθυνοι της Remedy έχασαν άλλη μια ευκαιρία να τα κάνουν σαλάτα, αφού ο ήχος του παιχνιδιού τα σπάει σε όλους τους τομείς, δηλαδή μουσική, ηχητικά εφέ και διάλογοι. Ο Matthew Porretta που δανείζει τη φωνή του στον πρωταγωνιστή, πέραν του ότι έχει ιδανική χροιά για νουάρ αφήγηση, μας δίνει και μια πολύ καλή ερμηνεία. Θα ήταν άδικο, όμως, αν δεν αναφερόμουν στον Φινλανδό ηθοποιό Ilkka Villi, πάνω στον οποίον φτιάχτηκε το μοντέλο του Alan Wake. Ο λόγος που του δίνω τα εύσημα είναι ότι στο American Nightmare πρωταγωνιστεί σε κάποιες live action σκηνές, με ερμηνεία που θα ζήλευε και ο Jack Nicholson. Νταξ, το γάμησα λιγάκι, αλλά καταλαβαίνετε τι εννοώ.

Ετυμηγορία

Όσοι παρακολουθείτε τακτικά τη δουλειά μου, ξέρετε ότι δεν μπαίνω στη διαδικασία να εφευρίσκω επιχειρήματα για να μπαίνω σε καλούπια. Αν δεν σας πείθει γι’ αυτό το ότι αποφάσισα να παρουσιάσω παιχνίδι δεκαετίας, τότε δεν ξέρω τι θα σας πείσει. Άλλωστε έχω πει άπειρες φορές ότι απορρίπτω κατηγορηματικά τον όρο «επαγγελματίας». Συνεπώς, το να κάτσω να βρω με το στανιό αρνητικά γιατί «έτσι πρέπει» το θεωρώ φαιδρό. ΟΚ, θα μπορούσα να πω ότι το παιχνίδι δεν έχει καλά jump controls, ή ότι η οδήγηση είναι awkward. Αλλά ειλικρινά, έχουν σημασία τώρα αυτά σε survival horror παιχνίδι;

Συνεπώς, όσοι αυτοαποκαλείστε gamers και σας αρέσουν οι ιστορίες τρόμου, δράσης και μυστηρίου, είστε απλά αδικαιολόγητοι αν αφήσετε αυτό το διαμάντι να σας προσπεράσει. Ειδικά τώρα που μαζί με το American Nightmare κοστίζει λιγότερο από 5 ευρώ. Ένα παιχνίδι μονόδρομος για τους λάτρεις των survival horror και όχι μόνο.

Ανακεφαλαίωση

Όπως είπαμε στο κεφάλαιο του σεναρίου, ο Alan Wake είναι ένας διάσημος συγγραφέας ο οποίος υποφέρει από το περιβόητο writer’s block. Κατόπιν πρωτοβουλίας της συζύγου του, Alice, έρχεται για διακοπές στο ειδυλλιακό και απόμερο Bright Falls, ελπίζοντας να του έρθει η έμπνευση.

Το ζευγάρι έχει κλείσει ένα σαλέ σε ένα νησάκι που βρίσκεται στη μέση μίας λίμνης, αλλά η φάση στραβώνει με το καλημέρα σας, όταν ο Άλαν ανακαλύπτει ότι η Άλις έχει φέρει μαζί της τη γραφομηχανή του, ελπίζοντας να του δώσει έτσι κίνητρο να αρχίσει να γράφει ξανά. Ο Άλαν στραβώνει και φεύγει για να μην πει καμιά βαριά κουβέντα, αλλά πάνω που αντιλαμβάνεται ότι μάλλον το παράκανε, σβήνουν τα φώτα. Γνωρίζοντας τη φοβία της Άλις για το σκοτάδι, τρέχει να την καθησυχάσει, μόνο για να την ανακαλύψει να βυθίζεται στα νερά της λίμνης. Χωρίς δεύτερη σκέψη βουτάει ξοπίσω της και τα φώτα σβήνουν.

Ο Άλαν ξυπνά στο αυτοκίνητό του, το οποίο κρέμεται από έναν γκρεμό, με το κεφάλι του γεμάτο αίματα. Δεν έχει ιδέα πώς βρέθηκε εκεί. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να πάει σε ένα βενζινάδικο που φαίνεται στο βάθος. Στην πορεία συναντά τον Καρλ Στάκι, τον ιδιοκτήτη του σαλέ, μόνο που φαίνεται να τον περιβάλει μια σκιά και να μην έχει καθόλου καλές προθέσεις απέναντι στον Άλαν.

Ο Άλαν καταφέρνει να καθαρίσει τον Στάκι και να επιβιώσει από τις επιθέσεις άλλων παρόμοιων τεράτων, και να φτάσει στο βενζινάδικο. Εκεί συνειδητοποιεί έντρομος ότι έχει περάσει μια βδομάδα από τα γεγονότα στο νησί. Αυτό όμως δεν είναι τίποτα μπροστά στον τρόμο που βιώνει, όταν η σερίφης τού λέει ότι το νησάκι που υπήρχε στη λίμνη αυτή, καταποντίστηκε μετά από μία ηφαιστειακή έκρηξη που έλαβε χώρα στη δεκαετία του ’70, πράγμα που λίγο μετά ο Άλαν εξακριβώνει με τα ίδια του τα μάτια.

Έλα να πάμε στο νησί, ένα creepy τέρας, εγώ κι εσύ.

Σαστισμένος και μην ξέροντας τι να πιστέψει, ο Άλαν αφήνεται στη σερίφη Μπρέικερ, η οποία τον πάει στο τμήμα για να τον εξετάσει ο γιατρός. Εκεί λαμβάνει μία κλήση από κάποιον που ισχυρίζεται ότι έχει απαγάγει την Άλις. Τρομοκρατημένος, αλλά και εμψυχωμένος από την πιθανότητα να ζει ακόμη η Άλις, ο Άλαν αποφασίζει να μην ενημερώσει τη Σερίφη.

Πριν φύγει από το τμήμα, ο Άλαν γνωρίζει και τον ψυχίατρο Εμίλ Χάρτμαν, ο οποίος του αποκαλύπτει ότι ήταν αυτός που έπεισε την Άλις να φέρει τον Άλαν εκεί, όντας βέβαιος ότι θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Ο Άλαν του σκάει ένα μπουνίδι στη μάπα. Η πρώτη πράξη ενός μεγάλου έρωτα ανάμεσα στους δυο τους, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Πάνω στην αναμπουμπούλα καταφτάνει κι ο Μπάρι Γουίλερ, ατζέντης και κολλητός φίλος του Άλαν. Ο Άλαν του τα λέει όλα χαρτί και καλαμάρι, αλλά φυσικά ο Μπάρι διατηρεί τις επιφυλάξεις του. Παρόλα αυτά, τον συνοδεύει μέχρι το Lover’s Peak, το μέρος δηλαδή που του είπε να συναντηθούν ο απαγωγέας της Άλις.

Καθ’ οδόν στο σημείο του ραντεβού, ο Άλαν δέχεται απανωτές επιθέσεις από τους Taken. Τελικά συναντά έναν τύπο, ο οποίος στην πορεία αποδεικνύεται ότι είναι ο απαγωγέας. Παρόλα αυτά, ο Άλαν δεν έχει άλλη επιλογή από το να συμμαχήσει μαζί του προκειμένου να βγουν και οι δυο τους ζωντανοί. Στην πορεία αποκαλύπτεται ότι ο λόγος που απήγαγε την Άλις είναι για να ζητήσει σαν λύτρα το χειρόγραφο του Άλαν.

Τελικά οι δυο τους χωρίζονται επεισοδιακά και ο Άλαν σπεύδει να σώσει τον Μπάρι, ο οποίος στο μεταξύ έχει πάρει μια γεύση του υπερφυσικού τρόμου που παραμονεύει στο Bright Falls και πλέον πιστεύει όλα όσα του είπε ο φίλος του. Λίγο πριν φτάσει στο καταφύγιο ο Άλαν, ο απαγωγέας τον παίρνει τηλέφωνο και ανανεώνει το ραντεβού τους στο ανθρακωρυχείο, σε δύο ημέρες από τώρα.

Το επόμενο πρωί ο Άλαν προσπαθεί ανεπιτυχώς να γράψει κάτι ώστε να έχει κάτι να δώσει για λύτρα. Ο δε Μπάρι έχει πάει στην πόλη σε μια προσπάθεια να ταυτοποιήσει τον απαγωγέα της Άλις. Εκεί λαμβάνει μία περίεργη κλήση από τη Ρόουζ τη σερβιτόρα, η οποία του λέει ότι έχει τις σελίδες του Άλαν.

Μπάρι και Άλαν σπεύδουν στο τροχόσπιτο της Ρόουζ για να δουν τι ακριβώς εννοούσε, δεδομένου ότι ο Άλαν δεν έχει γράψει καν κάτι. Εκεί η Ρόουζ τούς προσφέρει κάτι να πιούν, αλλά έχοντας πρώτα ρίξει μια ναρκωτική ουσία μέσα.

Ο Άλαν συνέρχεται και πάει να φέρει το αμάξι για να βάλει μέσα τον Μπάρι. Στην έξοδο του πάρκου τον περιμένει η αστυνομία και το FBI. Καταφέρνει να διαφύγει, ενώ οι αστυνομικοί δέχονται την επίθεση του Σκοταδιού.

Το επόμενο μεσημέρι, ο Άλαν είναι Άγγλος στο ραντεβού του με τον απαγωγέα, ο οποίος όμως τον στήνει. Το βράδυ τον παίρνει τηλέφωνο για να του πει ότι τελικά θα βρεθούν στο παρατηρητήριο του Mirror Peak. Μετά κόπων, βασάνων και Taken, ο Άλαν καταφέρνει να φτάσει στον απαγωγέα, πάνω στην ώρα για να τον δει να ικετεύει κάτι να μην τον βλάψει, ομολογώντας παράλληλα ότι στην πραγματικότητα δεν είχε απαγάγει ποτέ την Άλις. Αυτό το «κάτι» τον σκίζει στα δύο και μετά κυνηγάει και τον Άλαν, ο οποίος πέφτει στη λίμνη.

Αν σας φαίνεται ότι αυτός ο τύπος μοιάζει πιο πολύ με έναν τυπικό white trash Αμερικάνο, παρά με τον πιθανό εγκέφαλο πίσω από όλα τα δεινά του Alan, τότε έχετε δίκιο.

Ο Άλαν συνέρχεται στην ψυχιατρική κλινική του δρος Εμίλ Χάρτμαν, ο οποίος του λέει ότι η Άλις πνίγηκε και ότι όλα αυτά που πιστεύει ότι έχει ζήσει έκτοτε δεν είναι παρά αποκυήματα της φαντασίας του, ένας τρόπος για να αντιμετωπίσει την απώλεια.

Στην κλινική, ο Άλαν συναντά τους αδελφούς Άντερσον, δύο γέρους και φαινομενικά θεοπάλαβους ροκάδες, οι οποίου του λένε να πάει στο ράντσο τους. Λίγη ώρα μετά, ξεσπά θύελλα και κάτι απροσδιόριστο φαίνεται να επιτίθεται στο κτήριο. Ο Άλαν και ο Μπάρι, ο οποίος είχε έρθει να τον επισκεφτεί, καταφέρνουν να το σκάσουν οριακά. Ο δρ Χάρτμαν δεν στέκεται εξίσου τυχερός.

Καθοδόν στη φάρμα των Άντερσον, μια κατολίσθηση παρασέρνει το αμάξι τους και οι δυο τους χωρίζονται. Ο Άλαν καταφέρνει τελικά να φτάσει στη φάρμα όπου βρίσκεται ήδη ο Μπάρι. Οι δυο τους αντιμετωπίζουν τις ορδές των Taken υπό τους ήχους ενός hard rock άσματος των αδελφών Άντερσον.

Στο σπίτι των Άντερσον, ο Άλαν και ο Μπάρι βρίσκουν στους στίχους ενός τραγουδιού στοιχεία για το τι να κάνουν στη συνέχεια. Το τραγούδι αναφέρεται σε μία Κυρά του Φωτός, η οποία καταλήγουν ότι πρέπει να είναι η Σίνθια Γουίβερ, μια τρελόγρια που έχει εμμονή με το φως.

Πριν όμως πάνε να τη βρουν, συμφωνούν ότι δεν θα πείραζε να έπιναν λίγο από το σπιτικό ουίσκι των Άντερσον. Λίγο μετά πέφτουν ξεροί και στον ύπνο του, ο Άλαν θυμάται επιτέλους τι έγινε εκείνη τη βδομάδα που μεσολάβησε ανάμεσα στη μέρα που έχασε την Άλις και στη μέρα που ξύπνησε στο αμάξι.

Και τώρα δώστε βάση γιατί θα σας εξηγήσω τι σκατά γίνεται επιτέλους σε αυτό το μέρος.

Στο βάθος της λίμνης ζει μια απροσδιόριστη οντότητα που στο παιχνίδι αναφέρεται γενικά κι αόριστα ως Dark Presence. Δεν ξέρουμε, ούτε μαθαίνουμε ποτέ αν είναι εξωγήινος, φάντασμα, θεότητα, πλάσμα από άλλη διάσταση ή κάτι άλλο. Και καλά κάνουμε, αν θέλετε τη γνώμη μου.

Τη δεκαετία του 70 λοιπόν, μια νεαρή καλλονή ονόματι Μπάρμπαρα Τζάγκερ πήγε για κολύμπι στην περιβόητη αυτή λίμνη και πνίγηκε. Όλα ΟΚ μέχρι εδώ, άλλωστε άνθρωποι πνίγονται κάθε μέρα. Η διαφορά όμως είναι ότι η συγκεκριμένη λίμνη έχει τη δύναμη να αλλάζει την πραγματικότητα. Κάτι που έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο εραστής της Μπάρμπαρα και διάσημος ποιητής και μυθιστοριογράφος Τόμας Ζέιν. Κατόπιν προτροπής του βοηθού του, ο οποίος ακούει στο όνομα – για δες – Εμίλ Χάρτμαν.

Το πρόβλημα είναι ότι από τα βάθη της λίμνης δεν γύρισε η Μπάρμπαρα, αλλά κάτι άλλο που απλά έφερε τη μορφή της. Αν πήγε το μυαλό σας στο Πετ Σεμετέρι δεν θα σας αδικήσω.

Τέλος πάντων, εν συντομία η Σκοτεινή Παρουσία κατάφερε να παγιδέψει τον Ζέιν, με σκοπό να τον αναγκάσει να την απελευθερώσει από τα βάθη της λίμνης μέσω των γραπτών του. Αυτός, όμως, κατάφερε να τη σκαπουλάρει υπό μία έννοια, αφού έμεινε μεν παγιδευμένος στην περιοχή ανάμεσα στις διαστάσεις που βρίσκεται στον βυθό της λίμνης, αλλά ξέφυγε από τη Σκοτεινή Παρουσία και τώρα βοηθά τον Άλαν να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά.

Κάτι παραπάνω ξέρει η μαντάμ και κοιμάται αγκαλιά με το φανάρι.

Πίσω στο 2010 και στα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο νησί. Αμέσως αφού βούτηξε ο Άλαν στη λίμνη για να σώσει την Άλις, η Σκοτεινή Παρουσία, με τη μορφή της Τζάγκερ, εκμεταλλεύτηκε την οδύνη του για τον χαμό της γυναίκας του και τον έπεισε να αρχίσει να γράφει για να τη σώσει, ενώ στην πραγματικότητα αυτά που έγραφε θα ήταν το κλειδί που θα την απελευθέρωνε ώστε να κατακτήσει τον κόσμο.

Ο Άλαν, όμως, δεν είχε χάσει εντελώς τη βούλησή του. Κατάφερε, λοιπόν, να προσθέσει τον Ζέιν στην ιστορία του και να τον βάλει να τον βοηθήσει να αποδράσει. Στη συνέχεια μπήκε στο αμάξι του και τη συνέχεια την ξέρετε.

Δυστυχώς, η νέα αυτή γνώση δεν θα τον βοηθήσει τον Άλαν το αλάνι, αφού πριν καλά καλά συνέλθει από τα ξύδια των γερο-ροκάδων, έρχεται το FBI και τον μπουζουριάζει. Στη φυλακή, ο πράκτορας του FBI γίνεται κολατσιό του σκότους και η υπόλοιπη τρελοπαρέα τρέχει στο ελικόπτερο. Προορισμός τους, το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος όπου μένει η τρελόγρια Σίνθια Γουίβερ, η οποία ως φαίνεται δεν είναι και τόσο τρελή τελικά. Αυτή λέει στο Άλαν ότι ο Ζέιν τής είχε εμπιστευτεί ένα αντικείμενο που θα τον βοηθούσε να νικήσει το σκοτάδι. Μετά κόπων και βασάνων φτάνουν στην αίθουσα που φυλά η Σίνθια αυτό το αντικείμενο. Προς έκπληξη του Άλαν, πρόκειται για ένα διακοπτάκι που του είχε δώσει η μάνα του όταν ήταν μικρός για να μη φοβάται το σκοτάδι.

Ο Άλαν πάει μόνος του στη λίμνη, καθαρίζοντας μια πληθώρα εχθρών που στέλνει στον δρόμο του η Σκοτεινή Παρουσία. Βουτάει στη λίμνη και ξυπνάει σε ένα όνειρο που έχει στήσει για αυτόν ο εχθρός του προκειμένου να τον παραπλανήσει. Ο Άλαν, όμως, δεν μασάει και ξεφύγει κι απ’ αυτή την παγίδα.

Στη συνέχεια συναντάει τον ίδιο τον Ζέιν ντυμένο δύτη. Αυτός του συστήνει τον κο Σκρατς, έναν κλώνο του Άλαν που θα τον αντικαταστήσει στον αληθινό κόσμο. Εν συνεχεία αποκαλύπτεται το τραγικό τέλος της ιστορίας του Ζέιν και της Μπάρμπαρα. Έχοντας αναστήσει την αγαπημένη του, ο Ζέιν συνειδητοποιεί ότι είναι μια βδελυρή απομίμησή της φτιαγμένη από σκοτάδι. Της ξεριζώνει την καρδιά με ένα μαχαίρι.

Σε αυτή ακριβώς την τρύπα χώνει το διακοπτάκι ο Άλαν και μπάι μπάι Μπάρμπαρα. Στη συνέχεια στρώνεται στο γράψιμο και απελευθερώνει την Άλις. Ο ίδιος, όμως, είναι καταδικασμένος να παραμείνει στο σκοτεινό μέρος.

Στο πρώτο dlc ή special του παιχνιδιού, ο Ζέιν προσπαθεί να προσεγγίσει τον Άλαν, ο οποίος έχει φτιάξει για τον εαυτό του έναν προσωπικό εφιάλτη. Μετά από μία τρομερή πάλη με τον ίδιο του τον εαυτό, ο Άλαν συνέρχεται στο πάτωμα του σαλέ της λίμνης. Παραμένει παγιδευμένος στο σκοτεινό μέρος, αλλά τουλάχιστον πλέον έχει βρει τον εαυτό του.

Στο δεύτερο σπέσιαλ, το κομμάτι του Άλαν που έχει παραδοθεί στο σκοτάδι καλεί γνώριμες φιγούρες από το παρελθόν του για να τον καταστρέψει, με πρώτο και καλύτερο τον ατζέντη και κολλητό του φίλο, Μπάρι. Τελικά το υγιές κομμάτι του Άλαν καταφέρνει να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια και να φτάσει μέχρι το σαλέ, όπου αγγίζει τον παράφρονα εαυτό του, θεραπεύοντάς τον.

Εν συνεχεία, ο Άλαν αποφασίζει να δοκιμάσει να γράψει ένα άλλο μυθιστόρημα προκειμένου να μπορέσει να επιστρέψει στον πραγματικό κόσμο. Το νέο αυτό μυθιστόρημα έχει τον ευφάνταστο τίτλο «Επιστροφή».

“Σου ‘χει πει κανείς ότι είσαι κούκλος;”

Οι περιπέτειες του Άλαν συνεχίζονται στο American Nightmare. Εκεί, ο βασανισμένος συγγραφέας φαίνεται να πρωταγωνιστεί σε ένα επεισόδιο της σειράς Night Springs, δηλαδή της σειράς παρωδίας του Twilight Zone, επεισόδια της οποίας βλέπαμε διάσπαρτα στις τηλεοράσεις του πρώτου παιχνιδιού.

Στόχος του είναι να νικήσει τον Προάγγελο του Σκότους, γνωστό και ως κο Σκρατς, τον κλώνο του δηλαδή που έχει πάρει τη θέση του στον αληθινό κόσμο. Το παιχνίδι χωρίζεται σε τρεις περιοχές: το μοτέλ, το αστεροσκοπείο και τον κινηματογράφο. Στο μοτέλ, ο Άλαν πρέπει να κλείσει την τρύπα που ξερνάει Taken από τη διάσταση του σκότους. Στο αστεροσκοπείο, πρέπει να επιδιορθώσει το τηλεσκόπιο για να διαβάσει το μήνυμα στα άστρα. Τέλος, στον κινηματογράφο πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτό το μήνυμα για να προκαλέσει τις κατάλληλες συνθήκες που θα του επιτρέψουν να επιστρέψει στον αληθινό κόσμο.

Δυστυχώς, φτάνει στην πηγή, αλλά δεν πίνει νερό. Τουλάχιστον όμως συνειδητοποιεί ότι το όλο σκηνικό είναι μια λούπα στην οποία τον έχει χώσει η Σκοτεινή Παρουσία, καταδικάζοντάς τον να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά τις ίδιες απέλπιδες ενέργειες.

Οπλισμένος με αυτή τη γνώση, ο Άλαν τα πάει κάπως καλύτερα τη δεύτερη φορά. Παράλληλα, κάποια ανατριχιαστικά μηνύματα που του αφήνει ο κος Σκρατς στις τηλεοράσεις που βρίσκονται διάσπαρτες στο παιχνίδι, τον ενημερώνουν ότι έχουν περάσει δύο χρόνια από τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Bright Falls. Η Άλις τον θεωρεί νεκρό και προσπαθεί να προχωρήσει στη ζωή της, ενώ ο Μπάρι έχει γίνει ατζέντης των αδελφών Άντερσον.

Τρίτη και φαρμακερή λέει ο σοφός λαός. Αυτή τη φορά ο Άλαν τα κάνει όλα σωστά και ο κος Σκρατς παίρνει πούλο. Ο Άλαν επανασυνδέεται με την Άλις και μαζί χαζεύουν το ηλιοβασίλεμα σε μία κιτς ρομαντζάδα. Παρόλα αυτά, τηρώντας την παράδοση που θέλει τις σύγχρονες ιστορίες τρόμου να έχουν ασαφές και διφορούμενο τέλος, ο αφηγητής λέει ότι όλα αυτά μπορεί να είναι απλά αποκυήματα της φαντασίας του Άλαν, ο οποίος παραμένει παγιδευμένος στο Σκοτεινό Μέρος.

Πάντως, στα credits αποκαλύπτεται ότι ο τίτλος του επεισοδίου ήταν Επιστροφή, ενώ αμέσως μετά ο Μπάρι ξυπνά και λέει το όνομα του Αλ, νομίζοντας ότι τον έχει ακούσει. Τα συμπεράσματα δικά σας.

Επιτέλους, τέλος. Η ποιότητα μιας ιστορίας και της εξέλιξης αυτής είναι φυσικά υποκειμενική, για οποιοδήποτε αφηγηματικό μέσο κι αν μιλάμε. Προσωπικά, έμεινα πολύ ικανοποιημένος από αυτό το στοιχείο του Άλαν Γουέικ. Έχω την εντύπωση ότι από τα specials και μετά αυτός ο τομέας πλήττεται από τη διακριτή προσπάθεια των δημιουργών να εξηγήσουν ορισμένα πράγματα.

Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι ο πήχης παραμένει ψηλά καθόλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, των DLC και του expansion του, παρότι είναι σαφές ότι ο φίλτατος Sam Lake προσπάθησε περισσότερο να αποτίνει φόρο τιμής στους μετρ της λογοτεχνίας του τρόμου, με πρώτον και καλύτερο τον Στίβεν Κινγκ, παρά να κάνει παρθενογένεση. Όπως και να ‘χει, θα χαρώ να διαβάσω και τη δική σας γνώμη για την ιστορία, αλλά και για το παιχνίδι εν γένει. Σας ευχαριστώ για την υπομονή και τα λέμε στο επόμενο review!