Είδος: Survival Horror
Εταιρεία Ανάπτυξης: Naughty Dog
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: Ιούλιος 2014
Πλατφόρμα: PlayStation 4
Γεια σας και καλωσορίσατε στην παρουσίασή μου του Last of Us. Όχι, όχι, μη φεύγετε! Σας καταλαβαίνω. Ποιο το νόημα να διαβάσετε την παρουσίαση ενός παιχνιδιού το οποίο, πρώτον, έχει καθολική αποδοχή από κοινό και κριτικούς, δεύτερον, είναι ο ορισμός της mainstream AAA παραγωγής, τρίτον, δεν κυκλοφόρησε ούτε αρκετά παλιά ώστε να θεωρείται ρετρό, αλλά ούτε και αρκετά πρόσφατα ώστε να έχει κάποια ουσιαστική χρησιμότητα για τον οποιονδήποτε η παρουσίασή του, και τέταρτον, ουσιαστικά ό,τι είναι να γραφτεί και να ειπωθεί για αυτό το παιχνίδι έχει ήδη γραφτεί και ειπωθεί, με τις αναλύσεις που κυκλοφορούν να είναι συχνά υπέρ του δέοντος… αναλυτικές.
Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, δεν σκοπεύω να κάνω μια συμβατική παρουσίαση του παιχνιδιού, αλλά περισσότερο να μοιραστώ μαζί σας την προσωπική μου εμπειρία μαζί του. Αν θέλετε ένα πατροπαράδοτο review, καλύτερα να κλείσετε αυτή τη σελίδα και να πάτε να δείτε ένα από τα κυριολεκτικά χιλιάδες reviews που υπάρχουν στο YouTube.
Βέβαια το αμέσως επόμενο εύλογο ερώτημα είναι «Γιατί να κάνεις κάτι τέτοιο»; Θα σας απαντήσω αμέσως μετά από μία σύντομη ιστορική αναδρομή.
Όσοι παρακολουθείτε και την καριέρα μου στο Byteme, πέρα από τα Retro Reviews, ενδεχομένως να θυμάστε ότι για κάποιο διάστημα ανέβαζα και κάποια video blogs. Το τελευταίο εξ αυτών ήταν ένα unboxing του PlayStation 4. Το πρώτο και κατά πάσα πιθανότητα το τελευταίο unboxing βίντεο που θα δείτε από εμένα. Εκεί λοιπόν, έκανα τη βαρυσήμαντη δήλωση ότι ο λόγος που αγόρασα την κονσόλα, δεν ήταν άλλος από το Last of Us.
Με χαρά σάς ανακοινώνω ότι μόλις τέσσερα χρόνια και κάτι μήνες αφότου αγόρασα το Last of Us bundle, κατάφερα να τερματίσω το παιχνίδι. Τώρα θα μου πείτε «Κάτσε ρε φίλε, θες να μας πεις ότι έσκασες 400 ευρώ για να πάρεις κονσόλα μόνο και μόνο για ένα παιχνίδι και τελικά το παράτησες για τέσσερα χρόνια πριν μπεις στον κόπο να το τερματίσεις; Και βγαίνεις και το λες στο YouTube αντί να το κρύβεις κι απ’ τον ψυχοθεραπευτή σου ακόμη;»
Οι λόγοι που άργησα τόσο να τερματίσω το Last of Us είναι πολλαπλοί και ποικιλότροποι, όπως γράφαμε και στις εκθέσεις του Λυκείου. Αλλά όχι και ιδιαίτερα ενδιαφέροντες. Η αλήθεια είναι ότι έγινα πατέρας μόλις 10 μέρες αφού ανέβασα εκείνο το unboxing video, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που παράτησα το παιχνίδι.
Αντιθέτως μάλιστα, μια από τις πιο αγαπημένες μου αναμνήσεις από τις πρώτες μέρες του γιου μου είναι να έχω βάλει τέρμα στο YouTube ένα βίντεο με πιστολάκι για να κοιμάται ο μικρός (όσοι κι όσες από σας είναι νέοι γονείς ξέρουν τι εννοώ) κι εγώ δίπλα του να τσακώνομαι με τα ζόμπια στο Last of Us.
Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρους τις κλασικές δικαιολογίες τύπου «δουλειά/οικογένεια», θα αναφέρω απλά ότι κάπου εκεί γύρω έγινε μια μετατόπιση τεκτονικών διαστάσεων στις gaming συνήθειές μου, οπότε στράφηκα εξ ολοκλήρου σε online ανταγωνιστικά παιχνίδια, όπως τα Battlefield, FIFA, Rocket League κλπ. Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη από τους φίλους αυτών των παιχνιδιών γι’ αυτό που θα πω στη συνέχεια, αλλά αφού πέταξα έναν σκασμό παιχνιδοώρες στα σκουπίδια με δαύτα ξανάρθα στα συγκαλά μου και επέστρεψα στις single player εμπειρίες, οι οποίες κατ’ εμέ είναι και οι μόνες που έχουν κάτι ουσιαστικό να προσφέρουν στον gamer. Περί ορέξεως…
Ιστορική αναδρομή και δικαιολογίες, τέλος. Ας επιστρέψουμε στον λόγο αυτής της φαινομενικά άκυρης και άχρηστης παρουσίασης. Όπως θα γνωρίζετε όσοι παρακολουθείτε τη δουλειά μου στο Byteme ή έχετε διαβάσει το βιογραφικό μου στον ιστότοπό μου, το αγαπημένο μου παιχνίδι όλων των εποχών είναι το Final Fantasy VII. Ε, πλέον, αυτή η δήλωση δεν ισχύει, αφού το Last of Us κατάφερε να εκθρονίσει το θρυλικό JRPG από την gaming καρδιά μου. Φτου, θα πρέπει να ενημερώσω το βιογραφικό τώρα…
Ξέρω τι θα πείτε. Θεωρητικά είναι πολύ νωρίς για να καταλήγω σε ένα τόσο σημαντικό συμπέρασμα και να προβαίνω σε τέτοιες βαρύγδουπες δηλώσεις. Η πεποίθηση αυτή, όμως, είχε αρχίσει να χαράζεται στο μυαλό μου εδώ και τέσσερα χρόνια, οπότε και πρωτόπαιξα το παιχνίδι. Στο πρώτο μου αυτό playthrough, το οποίο δεν έμελλε να ολοκληρωθεί ποτέ, είχα φτάσει μέχρι τη μέση του, οπότε πρόλαβα να σχηματίσω μια αρκετά σαφή εικόνα της ποιότητάς του. Δεν ήθελα, όμως, να πω μεγάλα λόγια πριν δω το τέλος του παιχνιδιού. Σε ένα παιχνίδι όπου δίνεται τόση έμφαση στην ιστορία, ένα κακό τέλος μπορεί να τα γαμήσει όλα. Τελικά το τέλος όντως τα γάμησε όλα, αλλά με την καλή έννοια. Ευτυχώς.
Ας μιλήσουμε όμως λιγάκι για την ιστορία του παιχνιδιού, μιας και την ανέφερα. Σύμφωνοι, η γενική ιδέα της έχει ανακυκλωθεί μέχρι αηδίας. Κακά τα ψέματα, στην ποπ κουλτούρα της εποχής τα μεταποκαλυπτικά προϊόντα ψυχαγωγίας δεσπόζουν, με ναυαρχίδα τους το τηλεοπτικό φαινόμενο που ακούει στο όνομα The Walking Dead.
Όσοι έχετε παίξει το παιχνίδι κι έχετε δει και τη δημοφιλέστατη παραγωγή της AMC, αναμφίβολα θα συνδυάσετε αμέσως τα δύο. Πιθανότατα μάλιστα να θεωρήσετε ότι το Last of Us έχει δανειστεί στοιχεία από το The Walking Dead μέχρι παρεξηγήσεως. Η εντύπωση αυτή, όμως, διαλύεται από την πρώτη κιόλας ώρα ενασχόλησης με το παιχνίδι, κατά την οποία καθίσταται σαφές ότι οι ομοιότητες των δύο προϊόντων είναι εντελώς επιφανειακές.
Στο Walking Dead παρακολουθούμε την ίδια ιστορία να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά: Μια ομάδα επιζώντων μιας zombie apocalypse περιφέρουν τα βρομερά κορμιά τους στην ύπαιθρο του αμερικανικού Νότου με μόνο τους κίνητρο την επιβίωση. Κατά κανόνα βρίσκουν ένα θεωρητικά ασφαλές μέρος, π.χ. ένα αγρόκτημα, μια φυλακή, ένα περιφραγμένο οικισμό κλπ, μέχρι που ένας κακός τύπος έρχεται και τα κάνει όλα πουτάνα. Ξεπλύνετε κι επαναλάβετε.
Η πρώτη προφανής διαφορά του Last of Us με το Walking Dead είναι ότι δεν ακολουθούμε έναν ολόκληρο συρφετό από διάφορους τύπους και τύπισσες, αλλά μόνο τον Joel και την Ellie, οι οποίοι συνοδεύονται το πολύ από δύο άτομα σε κάθε κεφάλαιο του παιχνιδιού, καθώς προσπαθούν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους. Η δεύτερη και ίσως σημαντικότερη διαφορά του Last of Us από τη δημοφιλή μεταφορά του κόμικ του Robert Kirkman στη μικρή οθόνη (όπως τη λέγαμε πριν γίνει τεράστια) είναι ότι στο Last of Us υπάρχει ένας πολύ συγκεκριμένος και σημαντικός στόχος που πρέπει να φέρουμε εις πέρας. Το γεγονός αυτό δένει πολύ πιο όμορφα το όλο πακέτο και δίνει νόημα και ουσία στα όσα διαδραματίζονται στο παιχνίδι.
Από ‘κεί και πέρα υπάρχουν τα επιμέρους στοιχεία που απαρτίζουν κάθε ιστορία. Προφανώς η αξιολόγησή τους είναι καθαρά υποκειμενική υπόθεση, αλλά κατά την ταπεινή μου άποψη το Last of Us υπερτερεί του The Walking Dead σε όλα τους. Είτε μιλάμε για ανάπτυξη χαρακτήρων, είτε για αφηγηματική ένταση, είτε για κλιμάκωση της ιστορίας, είτε για αγωνία, είτε για οτιδήποτε.
Για παράδειγμα, οι χαρακτήρες του Last of Us είναι μεν τραγικοί, αλλά ποτέ δεν γίνονται μελό. Τα κίνητρά τους είναι απλά, σαφή και οι ενέργειές τους δεν ξεφεύγουν ποτέ εκτός του πλαισίου που καθορίζουν οι προσωπικότητές τους. Με ιδιαίτερη μαεστρία σκιαγραφείται ο τρόπος που μεταλλάσσονται οι έννοιες «καλό» και «κακό» σε έναν κόσμο όπου η πάλη για την επιβίωση είναι καθημερινή υπόθεση για όλους, με τη λογική «ο θάνατός σου, η ζωή μου» να κυριαρχεί παντού. Εξίσου ισορροπημένες είναι και οι επιμέρους ιστορίες του παιχνιδιού. Αρκετά διαφοροποιημένες ώστε να μη νιώθουμε ότι βλέπουμε ξανά και ξανά το ίδιο έργο με διαφορετικούς συμπρωταγωνιστές, αλλά και αρμονικά συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Αυτή είναι και η λέξη κλειδί που χαρακτηρίζει την όλη εμπειρία που ακούει στο όνομα “The Last of Us”: Ισορροπία. Πράγμα που – ευτυχώς – ισχύει και για το gameplay του παιχνιδιού. Πάρτε για παράδειγμα το scavenging: αρκετά εκτενές ώστε να νιώθεις ότι πραγματικά κοπίασες για να βρεις εκείνα τα πυρομαχικά ή τα υλικά που χρειαζόσουν τόσο απεγνωσμένα, αλλά και αρκετά περιορισμένο ώστε να μην καταντά φαρμάρισμα.
Φυσικά όλη αυτή η προσπάθεια θα πήγαινε στον κουβά, αν δεν ήταν εξίσου εξισορροπημένη και η δράση του παιχνιδιού. Λέγοντας «δράση» αναφέρομαι στα συναπαντήματά μας με τους διάφορους εχθρούς που θα συναντήσουμε στον δρόμο μας. Δεν χρησιμοποιώ τον όρο «μάχες», αφού ανά περίπτωση μπορούμε είτε να επιλέξουμε να είμαστε αθόρυβοι, είτε μπαχαλάκηδες, είτε λίγο απ’ όλα. Αν για παράδειγμα δεν έχουμε επενδύσει αρκετά στο scavenging, τότε το stealth είναι μονόδρομος προκειμένου να περάσουμε από ορισμένα σημεία. Αν πάλι το εξαντλητικό ψάξιμο στα διάφορα σημεία της εκάστοτε πίστας έχει αποδώσει καρπούς, τότε μπορούμε να βγάλουμε το άχτι μας.
Θα μπορούσα να αναφερθώ στα επιμέρους στοιχεία που προσδίδουν ποικιλία στη δράση του παιχνιδιού, όπως τα διάφορα είδη των εχθρών, την ποικιλομορφία των περιβαλλόντων κλπ. Αυτά, όμως, είναι πράγματα που πάνω κάτω διαθέτουν όλα τα παιχνίδια του είδους. Το ερώτημα εδώ είναι το κατά πόσο συνδυάζονται όλα αυτά τα στοιχεία για να μας παρέχουν μία ομοιογενή, στιβαρή και αρραγή πρόκληση. Και η απάντηση είναι «άψογα».
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι πίστες είναι πολύ προσεκτικά σχεδιασμένες, με τους εχθρούς πανέξυπνα τοποθετημένους μέσα τους, τόσο από πλευράς ισχύος όσο και είδους. Έτσι, τουλάχιστον στο hard που έπαιξα εγώ το παιχνίδι, απαιτείται αρκετός κόπος και σκέψη ώστε να νιώθουμε υπερήφανοι κάθε φορά που περνάμε ένα σημείο, με την όποια υπόνοια αδικίας να είναι σπάνια και παροδική.
Καλά όλα αυτά, αλλά αν δεν υποστηρίζονταν από έναν τουλάχιστον αξιοπρεπή τεχνικό τομέα, το αποτέλεσμα θα υστερούσε τρομερά. Κακά τα ψέματα, για βιντεοπαιχνίδι μιλάμε. Εδώ, όμως, δεν μιλάμε απλά για ένα καλό αποτέλεσμα, αλλά για ό,τι καλύτερο έχω δει ποτέ στα 30 και πλέον χρόνια που ασχολούμαι με το άθλημα.
Ειδικά οι ερμηνείες των ηθοποιών που υποδύονται τους διάφορους χαρακτήρες. Από τον Troy Baker που υποδύεται τον Joel, μέχρι τον τελευταίο κομπάρσο. Το motion capturing κάνει παιχνίδια όπως το L.A. Noir να κοκκινίζουν από ντροπή. Σύμφωνοι, κάποιες υφές και αντικείμενα επαναλαμβάνονται μια στο τόσο, αλλά αυτό γίνεται τόσο έξυπνα που σου δίνεται η εντύπωση ότι κάθε δωμάτιο του παιχνιδιού έχει σχεδιαστεί εκ του μηδενός.
Ένας άλλος λόγος που με εντυπωσίασαν τόσο τα γραφικά του παιχνιδιού είναι ότι πρόκειται για remastered έκδοση. Ένας όρος που προσωπικά έχω συνδυάσει με τον όρο «αρπαχτή». Ομολογώ ότι δεν θυμάμαι την έκδοση για το PS3, αλλά αυτό που είδα στο PS4 μου με κάνει να πιστεύω ότι δεν πρόκειται για τα πασαλείμματα που είχα συνηθίσει μέχρι τότε.
Όσοι έχετε διαβάσει κριτικές μου στο Byteme, ειδικά αυτές του FIFA, θα ξέρετε ότι δεν μασάω τα λόγια μου. Λέω τα σύκα, σύκα, και τη μαλακία, μαλακία. Για το Last of Us, όμως, ειλικρινά, δεν έχω κάτι το αρνητικό να πω. Αν μου βάζατε το πιστόλι στον κρόταφο, ίσως να έλεγα ότι σε κάποιες από τις πιο ανοικτές περιοχές που βρίσκονται μέσα στη φύση, τα γραφικά τα δείχνουν τα χρονάκια τους.
Ίσως να αναφερόμουν επίσης στην έλλειψη γρίφων α λα Dark Siders, Tomb Raider κλπ. Ως γρίφους, όμως, θεωρώ τις αναμετρήσεις μας με τους εχθρούς του παιχνιδιού, αφού κάθε περιοχή χρειάζεται πολλή σκέψη για να την καθαρίσουμε.
Τέλος, ίσως να ανέφερα και ότι το expansion του παιχνιδιού με υπότιτλο Left Behind είναι κάπως άνισο, με την πλάστιγγα να γέρνει πολύ προς την πλευρά της ιστορίας. Μάλιστα, αν κάποιος παράκαμπτε όλες τις κινηματογραφικές σεκάνς του, η διάρκειά του ενδέχεται να μειωνόταν μέχρι και κατά 80%.
Για εμένα το Last of Us δεν είναι ένα απλό βιντεοπαιχνίδι. Συνδυάζει τόσο άψογα τόσα μέσα ψυχαγωγίας που μου είναι αδύνατο να το περιγράψω με μία μόνο λέξη. Μου χάρισε μια εμπειρία τόσο μοναδική και έντονη, που το ελάχιστο που μπορώ να κάνω είναι να αποφύγω να του κολλήσω μία από τις γνωστές ταμπέλες της βιομηχανίας. Απλά, χαίρομαι που το σενάριό του κατέληξε στη Naughty Dog, αντί για κάποιο κινηματογραφικό στούντιο του Χόλιγουντ.
Αν έχετε PS3 ή PS4 και δεν το έχετε παίξει, σας υπογράφω ότι χάνετε μία από τις πιο βαθιές gaming εμπειρίες που μπορεί να σας προσφέρει οποιοδήποτε διαδραστικό μέσο ψυχαγωγίας ή και διασκέδασης. Απλά, αξεπέραστο.