Είδος: Adventure
Εταιρεία Ανάπτυξης: King Art
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: Δεκέμβριος 2011
Πλατφόρμα: PC
Παρότι δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ κοινότοπες εκφράσεις, το Book of Unwritten Tales είναι ο ορισμός αυτού που λέμε «κεραυνός εν αιθρία». Το παιχνίδι κατέφτασε στα υλικά και ψηφιακά ράφια των καταστημάτων τον Απρίλιο του 2009, αλλά μόνο στα Γερμανικά. Κατόπιν των διθυράμβων που απέσπασε από τον ειδικό Τύπο της Γερμανίας και μετά από την εμπορική επιτυχία που γνώρισε, αποφασίστηκε η μετάφρασή του στα Αγγλικά. Η αγγλική έκδοση του παιχνιδιού κυκλοφόρησε στα τέλη του περασμένου Οκτώβρη. Ας δούμε προς τι η όλη φασαρία.
Η εταιρεία ανάπτυξης του παιχνιδιού είναι η γερμανική King Art, η οποία ειδικεύεται σε browser games. Το Book of Unwritten Tales είναι η πρώτη της απόπειρα να ανέλθει στα «μεγάλα σαλόνια» των hardcore games (παρακαλώ, μην ξεκινήσουμε πάλι hardcore – casual debate γιατί δεν θα το αντέξω). Το παιχνίδι έχουν εκδώσει τρεις εταιρείες, ανάμεσα στις οποίες είναι και η Lace Mamba η οποία εκδίδει και τα παιχνίδια της Daedalic.
Το παιχνίδι εκτυλίσσεται σε έναν φανταστικό κόσμο, ξεπατικωμένο κατευθείαν από τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών και διανθισμένο με όλες τις κοινοτοπίες της High Fantasy. Στον κόσμο αυτό, λοιπόν, μαίνεται άγριος πόλεμος ανάμεσα στην Alliance (άνθρωποι, ξωτικά και λοιποί συνήθεις ύποπτοι) και στην Army of Shadows (Orcs, Trolls και τα συναφή). Η διαμάχη αυτή βρίσκεται εδώ και καιρό σε αδιέξοδο, αφού καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορεί να αποκτήσει το πάνω χέρι. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να δώσει ένα σημαντικό πλεονέκτημα σε κάποιον εκ των δύο είναι ένα αρχαίο και χαμένο αντικείμενο του οποίου την ύπαρξη γνωρίζει μόνο ο αρχαιολόγος Mortimer McGuffin. Οι «κακοί» μαθαίνουν ότι ο Mortimer ενδέχεται να γνωρίζει την τοποθεσία αυτού του αντικειμένου και αποφασίζουν να τον απαγάγουν προκειμένου να του εκμαιεύσουν το μυστικό. Ένα περαστικό ξωτικό των δασών, όμως, η Ivo, παρεμβαίνει και απελευθερώνει – έστω και προσωρινά – τον Mortimer. Πριν πέσει ξανά στα χέρια του εχθρού, ο Mortimer προλαβαίνει να δώσει σε ένα gnome (λέγε με και «χόμπιτ»), τον Wilbur, ένα δαχτυλίδι (!) που θα τον οδηγήσει στην τοποθεσία του πανίσχυρου αυτού αντικειμένου. Αργότερα οι δρόμοι της Ivo και του Wilbur διασταυρώνονται με αυτόν του Nate, ενός κυνικού μισθοφόρου ο οποίος δέχεται να τους βοηθήσει σε αντάλλαγμα με ένα μερίδιο από τους θησαυρούς που θα ανακαλύψουν στο ταξίδι τους.
Όπως καθίσταται απόλυτα σαφές από τις πρώτες κιόλας στιγμές της εισαγωγής, σκοπός των σχεδιαστών ήταν να σατιρίσουν το λογοτεχνικό είδος της High Fantasy. Όσον αφορά σε αυτό το κομμάτι, θα έλεγα ότι οι επιδόσεις του παιχνιδιού είναι μέτριες. Έχουμε δει πολύ καλύτερες αντίστοιχες απόπειρες, είτε σε βιντεοπαιχνίδια είτε σε άλλα μέσα. Η σάτιρα, όμως, του παιχνιδιού που τσακίζει κόκαλα, είναι αυτή η οποία στοχεύει στα RPGs. Από το ΜΜΟRPG στο οποίο τα quests αφορούν… αιτήσεις της εφορίας μέχρι τους ξεκαρδιστικούς διαλόγους του Nate με έναν metrosexual Paladin, το Book of Unwritten Tales σατιρίζει τρομερά εύστοχα όλο το φάσμα των RPGs, από τα paper and pen μέχρι τα MMOs.
Το Book of Unwritten Tales είναι από τα ελάχιστα adventures που θυμάμαι στα οποία τόσο το γενικότερο σενάριο όσο και η πλοκή αυτού βρίσκονται σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Συνήθως συμβαίνει μόνο ένα από τα δύο: δυνατό concept με αναιμική πλοκή ή αδιάφορο concept, αλλά ενδιαφέρουσα πλοκή. Η ατμόσφαιρα του παιχνιδιού είναι, απλά, εκπληκτική. Μόνο το Gray Matter με έχει ρουφήξει τόσο στον κόσμο του όσο το Book of Unwritten Tales. Για αυτό ευθύνεται ο (σχεδόν) άψογος τεχνικός τομέας του παιχνιδιού (στον οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια), αλλά και το τεράστιο βάθος των χαρακτήρων, είτε μιλάμε για τους τρεις βασικούς ήρωες της ιστορίας, είτε για… NPCs. Ο Wilbur είναι το κοινότοπο, υποτιμημένο gnome με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση που πασχίζει να αποδείξει σε όλους την αξία του. Η Ivo είναι το κλασικό «υπεράνω» και καλοπροαίρετο μέχρι αφέλειας ξωτικό που ζει στην κοσμάρα του. Ο Nate είναι ο αρχετυπικός κυνικός παρτάκιας συμφεροντολόγος, ένας χαρακτήρας που έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή ο Harrison Ford υποδυόμενος τον Han Solo στον Πόλεμο των Άστρων. Η κοινοτοπία των χαρακτήρων δεν ενοχλεί στο ελάχιστο, αφού εξυπηρετεί άψογα τις ανάγκες της σάτιρας.
Άφησα το πιο χτυπητό (κατ’ εμέ) χαρακτηριστικό του παιχνιδιού για το τέλος. Το παιχνίδι «Monkeyisland-ίζει» μέχρι αηδίας! Με την καλή έννοια, όμως. Καθώς έπαιζα, είχα σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού ακριβώς την ίδια αίσθηση που είχα παίζοντας το Monkey Island πριν από 20 χρόνια! Αυτό δεν οφείλεται μόνο στις δεκάδες (κυριολεκτικά) αναφορές του παιχνιδιού στο κλασικό adventure του Ron Gilbert. Υπάρχουν πολλές τοποθεσίες που έχουν αναπαραχθεί πολύ πιστά, όπως ο βάλτος της μάγισσας βουντού από το Monkey Island 2 ή η κρύπτη από το Monkey Island 3. Και όχι μόνο! Οι σχεδιαστές έχουν «ξεπατικώσει» μέχρι και γρίφους του παιχνιδιού, όπως αυτόν όπου πρέπει να βρούμε τέσσερα αντικείμενα του Largo LaGrande προκειμένου να μας φτιάξει η μάγισσα μία κούκλα βουντού για να τον ξεφορτωθούμε (στο Book of Unrwitten Tales ο αντίστοιχος γρίφος βρίσκεται στο τέταρτο κεφάλαιο, αλλά φυσικά διαφέρει από αυτόν του Monkey Island ως προς τα επί μέρους στοιχεία του). Οι σαφείς – ας τις πούμε – «επιρροές» του Monkey Island στο παιχνίδι δεν με ενόχλησαν καθόλου. Αντιθέτως, η King Art κατάφερε με μαεστρία να εκσυγχρονίσει το αριστούργημα του Ron Gilbert, προσφέροντάς μου μία εμπειρία που, ειλικρινά, δεν περίμενα να ξαναζήσω σε adventure.
Θυμάστε ένα άρθρο που είχα γράψει για τα adventures τον Αύγουστο του 2010; Σε αυτό κατέληγα ότι τα adventures χρειάζονται ένα «blockbuster» προκειμένου να εκτοξευτεί ξανά η δημοτικότητά τους. Ε, λοιπόν, το Book of Unwritten Tales είναι μία εξαιρετική απόπειρα προς αυτή τη λογική, παρότι δεν μπορώ να πω ότι τα production values του είναι εφάμιλλα με αυτά π.χ. των παιχνιδιών της Rockstar. Ξεκινώντας από τα γραφικά, το παιχνίδι χρησιμοποιεί την επάρατη 2.5D προοπτική, αυτή τη φορά όμως με εκπληκτικά αποτελέσματα. Σύμφωνοι, η αλληλεπίδραση των χαρακτήρων με το περιβάλλον φαντάζει και πάλι κάπως «ψεύτικη» σε ορισμένα σημεία, αλλά προσωπικά δεν έχω ξαναδεί να «δένουν» τόσο όμορφα τρισδιάστατοι χαρακτήρες με δυσδιάστατα περιβάλλοντα. Η King Art επιχείρησε επιπλέον να προσδώσει εκφράσεις στα συνήθως άψυχα πρόσωπα των χαρακτήρων με σχετικά καλά αποτελέσματα, αλλά μην περιμένετε να δείτε εκφράσεις τύπου L. A. Noire. Εκεί που εκτίθεται το παιχνίδι είναι τα cutscenes, για τα οποία χρησιμοποιείται η μηχανή του παιχνιδιού. Οι περιορισμοί και τα glitches της χαντακώνουν την κινηματογραφική αισθητική του. Κατ’ εμέ καλό θα ήταν να είχαν προσεγγιστεί αλλιώς, ακολουθώντας το παράδειγμα του Gray Matter. Όσον αφορά στο εικαστικό κομμάτι, τα γραφικά του παιχνιδιού είναι απλά τα πιο πολύχρωμα, λαμπερά και όμορφα που έχω δει σε σύγχρονο adventure, τελεία. Απλά δείτε τα screenshots ή videos του παιχνιδιού στο YouTube (αν και εκεί θα χάνουν κάπως σε χαμηλή ανάλυση) και πιστεύω ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου. Εξαιρετική δουλειά έχει γίνει και στον ηχητικό τομέα. Η μουσική ταιριάζει απόλυτα με την εκάστοτε περίσταση, ενώ το voice acting είναι πολύ πειστικό. Μου έκαναν θετικότατη εντύπωση οι πολύ ιδιαίτερες χροιές των φωνών που επιλέχτηκαν, οι οποίες μάλιστα ταιριάζουν απόλυτα με τους χαρακτήρες στους οποίους έχουν αποδοθεί. Ακούς, Daedalic;
Το interface του παιχνιδιού είναι το τυπικό που έχουν τα περισσότερα adventures. Θα προτιμούσα να μην ήταν διαφανής η μπάρα του inventory η οποία εμφανίζεται όταν μετακινούμε τον κέρσορα στο κάτω μέρος της οθόνης, γιατί τα backgrounds είναι τόσο λεπτομερή και πολύχρωμα που μερικές φορές δυσκολευόμαστε να επιλέξουμε αντικείμενο. Μου άρεσε πολύ το εξής χαρακτηριστικό: αφού επιλέξουμε ένα αντικείμενο και το μεταφέρουμε πάνω από ένα hotspot της οθόνης, τα δύο τους μπορούν να αλληλεπιδράσουν μόνο αν ο κέρσορας αλλάξει χρώμα (από λευκό σε πορτοκαλί). Έτσι γλιτώνουμε εκνευριστικές ατάκες τύπου «That doesn’t make sense» που ακόμη και στις μέρες μας αποτελούν νόρμα για τα adventures. Γενικά, το παιχνίδι δεν καινοτομεί όσον αφορά στο interface. Απλό, λειτουργικό, αλλά κατ’ εμέ τα Black Mirror 2 & 3 εξακολουθούν να κατέχουν τα πρωτεία στο συγκεκριμένο τομέα.
Το Book of Unwritten Tales παρουσιάζει κλιμακούμενη δυσκολία, αλλά οι γρίφοι του είναι κατά κανόνα διαδικαστικοί, ειδικά μέχρι και το πρώτο μισό του δευτέρου κεφαλαίου. Μετά απαιτούν λίγο μεγαλύτερη φαντασία, αλλά προσωπικά δεν κόλλησα σε κανένα σημείο (τουλάχιστον όχι για περισσότερο από δέκα λεπτά). Παρόλα αυτά το παιχνίδι είναι τόσο ισορροπημένο που πιστεύω ότι θα το χαρούν τόσο οι βετεράνοι gamers που αποζητούν πιο δύσκολες προκλήσεις, όσο και οι «πρωτάρηδες» αυτής της συγκεκριμένης κατηγορίας παιχνιδιών. Ιδιαίτερα εξυπηρετικό είναι το ότι τα «διακοσμητικά» hot spots εξαφανίζονται άπαξ και κλικάρετε πάνω τους μία ή δύο φορές, κάνοντας ακόμη πιο εύκολο το έργο σας. Το παιχνίδι διαθέτει επιπλέον ένα χαρακτηριστικό που είναι πολύ της μόδας στα adventures τελευταία. Αναφέρομαι στη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε μέχρι και τρεις χαρακτήρες και στο συνδυασμό των δυνατοτήτων τους προκειμένου να επιλύσετε ορισμένους γρίφους. Μόνο που στο Book of Unwritten Tales η προσθήκη αυτή είναι πολύ πιο ουσιαστική και πετυχημένη από ό,τι σε άλλες παρόμοιες απόπειρες.
Η μέχρι πρότινος άσημη King Art ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη από την πρώτη της κιόλας προσπάθεια. Το Book of Unwritten Tales είναι το παιχνίδι που επαναφέρει την πίστη και την εμπιστοσύνη στα adventures. Προτιμήστε το, και είμαι σίγουρος ότι θα σας διασκεδάσει και θα σας ταξιδέψει όσο λίγα παιχνίδια, ανεξαρτήτως κατηγορίας. Ανυπομονώ για το επόμενο παιχνίδι της King Art, «The Critter Chronicles» το οποίο αποτελεί prequel του Book of Unwritten Tales. Ως φαίνεται οι Γερμανοί ανέλαβαν να επαναφέρουν τα adventures στο σωστό δρόμο!